Iatropedia

Ποια η σχέση COVID-19 και απώλειας όσφρησης – Ποια η συχνότητα των συμπτωμάτων

Η αναζήτηση δεικτών πρώιμης διάγνωσης, όπως είναι οι διαταραχές όσφρησης και γεύσης, αποτελούν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα πρόληψης των επιπτώσεων της νόσου COVID-19 και του κορωνοϊού SARS-CoV-2.

Η νόσος COVID-19 προκαλεί -εκτός από τον πυρετό (44-98%), το βήχα (46-82%) και την αναπνευστική δυσχέρεια (31%)- μία ποικιλία συμπτωμάτων από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, όπως ρινική συμφόρηση (μπούκωμα), καταρροή, πονόλαιμο, κεφαλαλγία και διαταραχές της όσφρησης και της γεύσης.

Αν και στην πλειονότητα των περιστατικών (πάνω από το 80%) η νόσηση από τον SARS-CoV-2 είναι ήπια, η -πραγματικά- μικρή πιθανότητα αυτά τα συμπτώματα να οφείλονται στον κορωνοϊό προκαλεί μεγάλο άγχος στους ασθενείς, διότι είναι εξαιρετικά συνήθη σε όλες τις κοινές λοιμώξεις, αλλά και σε αλλεργικές καταστάσεις, αποτελούσαν ανέκαθεν αιτίες επίσκεψης στον γιατρό ΩΡΛ, και δεν είναι «ειδικά». Ωστόσο, εδώ οι επιστήμονες εντόπισαν κάτι που μπορεί να αποβεί κριτικής σημασίας για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου.

Ποια η σχέση COVID-19 και απώλειας όσφρησης

Συγκεκριμένα, πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα έχουν καταγραφεί για τη σχέση της ανοσμίας (πλήρης ή μερική διαταραχή της όσφρησης) και των διαταραχών της γεύσης με τη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2. Παρά το γεγονός πως το 40% των περιστατικών ανοσμίας οφείλεται σε ιούς, με τους κορωνοϊούς να ευθύνονται για το 10-15% αυτών ούτως ή άλλως, η εμπλοκή του SARS-CoV-2, φαίνεται ότι έχει σημαντική ιδιαιτερότητα, όπως αναφέρε η κα Σταματία Βλάχου, Ωτορινολαρυγγολόγος, Διευθύντρια Γ΄ Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου στο Metropolitan General.

Από την αρχή της πανδημίας υπήρξαν αναφορές ότι μεγάλο ποσοστό ασθενών με επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19 ( έως και 60%) εμφάνιζαν και ανοσμία, μεταξύ των άλλων συμπτωμάτων, ενώ ταυτόχρονα, καταγραφόταν μεγάλη -και ασυνήθιστη- αύξηση των περιστατικών ανοσμίας σε ασυμπτωματικούς ανθρώπους (σε αντίθεση με τις διαταραχές στην όσφρηση από άλλους λοιμογόνους παράγοντες, όπου συνυπάρχει συνήθως μπούκωμα ή καταρροή). Μεγάλο ποσοστό των ασθενών αυτών αποδεικνύονταν θετικοί στον SARS-CoV-2 ιό και είτε νόσησαν αργότερα, είτε παρέμειναν ασυμπτωματικοί, αν και φορείς της νόσου, με δυνατότητα όμως διασποράς αυτής.

Οι επίσημοι επιστημονικοί φορείς της ειδικότητας στο εξωτερικό, όπως η Αμερικανική Ακαδημία Ωτορινολαρυγγολογίας-Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου (AAO-HNS), η αντίστοιχη Βρεττανική Εταιρεία (ENT-UK), αλλά και η Ευρωπαϊκή Ρινολογική Εταιρεία (ERS), κινήθηκαν άμεσα, αρχικά φιλοξενώντας στις ιστοσελίδες τους πληροφορίες και κατευθυντήριες οδηγίες γύρω από το θέμα, και στη συνέχεια δημιουργώντας πλατφόρμες συλλογής δεδομένων ανά την υφήλιο, με σκοπό την επεξεργασία και αντικειμενική αξιολόγησή τους, ώστε να προκύψουν έγκυρα συμπεράσματα. Είναι αξιοσημείωτο, ότι στη χώρα μας, η ΩΡΛ Κλινική του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη, συμμετέχει σε μία από τις διεθνείς έρευνες με μορφή ερωτηματολογίου για το κοινό.

Ποια είναι η συχνότητα των συμπτωμάτων διαταραχής όσφρησης και γεύσης

Ήδη έχουν συλλεχθεί πολλά δεδομένα, με περισσότερα από 1000 επιστημονικά άρθρα να έχουν δημοσιευθεί ήδη, και οι εκτιμήσεις των ερευνητών συγκλίνουν στα ακόλουθα:

Με βάση τα παραπάνω, η επίσημη σύσταση των Εταιρειών είναι πως πρόσφατης έναρξης διαταραχή στην όσφρηση, που δεν συνδέεται με τραύμα στο κεφάλι ή ρινική απόφραξη άλλης αιτιολογίας (πχ, ρινικοί πολύποδες ή όγκοι), θα πρέπει να θεωρείται και να αξιολογείται ως ύποπτη για μόλυνση από τον κορωνοϊό, ιδιαίτερα αν δεν συνοδεύεται από άλλα στοιχεία λοίμωξης. Στην περίπτωση αυτή η σύσταση είναι η εθελοντική απομόνωση του ασθενούς για 7 ημέρες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) έχει συμπεριλάβει την πρόσφατη απώλεια όσφρησης και γεύσης στη λίστα των ύποπτων συμπτωμάτων, στις οδηγίες του προς το κοινό.

Αν επιβεβαιωθεί και αποδειχθεί πλήρως επιστημονικά η συσχέτιση του συμπτώματος αυτού με την λεγόμενη «ασυμπτωματική φορία» του ιού, θα μπορούσε ο έλεγχος των ατόμων που το εμφανίζουν να αποτελεί ένα εξαιρετικό screening test, για την ανίχνευση όχι μόνο των πιθανών επικείμενων κρουσμάτων, αλλά και των ασυμπτωματικών φορέων που αποτελούν πηγές μετάδοσης του ιού. Κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στον έγκαιρο περιορισμό τους και την ιχνηλάτηση των επαφών τους, ώστε να ελεγχθεί ακόμη πιο αποτελεσματικά η διασπορά του ιού στην κοινότητα, προσφέροντάς μας ένα σημαντικό όπλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στον έλεγχό της σε βάθος χρόνου, καταλήγει η κα Βλάχου.