Πως η κρίση σκοτώνει τους Έλληνες! Ποιες ασθένειες αυξήθηκαν. Τι έδειξε έρευνα
Της Δήμητρας Ευθυμιάδου
Τα χρήματα λιγοστεύουν στους Έλληνες και μαζί τους λιγοστεύει και η φροντίδα. Οι ασθενείς παραμελούν την υγεία τους επειδή πια δεν έχουν χρήματα ούτε για τα απαραίτητα.
Όπως ξεκάθαρα επισημαίνουν οι ειδικοί της ΕΣΔΥ: “Η συρρίκνωση της υγειονομικής δαπάνης λόγω της οικονομικής κρίσης έχει υποβαθμίσει το επίπεδο υγείας, τη χρήση και την πρόσβαση των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας”.
Αποτέλεσμα είναι τα χρόνια νοσήματα να παρουσιάζουν δραματική αύξηση όπως και οι αντίστοιχοι θάνατοι. Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, τα χρόνια νοσήματα, μεταξύ των οποίων τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, ο διαβήτης και τα ψυχικά νοσήματα, αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας και πρόωρου θανάτου και επιφέρουν τελικά υψηλό κόστος στο σύστημα υγείας, καθώς ευθύνονται για το 70% της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και απορροφούν περισσότερο από το 65% της εθνικής υγειονομικής δαπάνης.
Και αυτό επειδή οι Έλληνες επειδή δεν έχουν χρήματα να δώσουν για να προλάβουν τα χειρότερα, αφήνουν τον εαυτό τους ουσιαστικά να καταρρεύσει και μετά αναγκάζονται να νοσηλεύονται σε νοσοκομεία.
Δεν είναι τυχαία η αύξηση των εισαγωγών στα χρόνια του μνημονίου κατά 30%.
Ο Τομέας Οικονομικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας σε έρευνα που διεξήχθη το Φεβρουάριο και Μάρτιο 2013 σε 1600 ενήλικες ασθενείς, άνδρες και γυναίκες, μελέτησε τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χρήση υπηρεσιών υγείας του γενικού πληθυσμού για τέσσερα χρόνια νοσήματα σε ήπιο ή μέτριο στάδιο (Υπέρταση, Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου ΙΙ, Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και Άνοια τύπου Alzheimer) σε 11 πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Αλεξανδρούπολη, Λαμία, Τρίπολη, Βόλο και Κοζάνη). Όπως απεδείχθη η συντριπτική πλειοψηφία των χρόνιων νοσημάτων θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί με την εξάλειψη ή διαχείριση των παραγόντων κινδύνου.
Η έρευνα ασχολήθηκε με το επίπεδο του εισοδήματος, το επίπεδο υγείας, την πρόσβαση και χρήση υπηρεσιών υγείας και την επιλογή φαρμάκου. Συνοψίζονται μερικά από τα συμπεράσματα της μελέτης:
-Καταγράφεται μείωση κατά μ.ο. περίπου €530 στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, το οποίο διαμορφώνεται σε €1.115. 8 στους 10 ασθενείς αντιλαμβάνονται τη μείωση αυτή ως ιδιαίτερα υψηλή και δηλώνουν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για το μέλλον ενώ 2 στους 10 μείωσαν τη δαπάνη υγείας.
-Σε ότι αφορά τα γενόσημα, υπάρχει ασάφεια αναφορικά με τις στάσεις και αντιλήψεις των ασθενών. Αναφορικά με την ασφάλεια 4 στους 10 ασθενείς αναγνωρίζει τα γενόσημα ως ασφαλή και ποιοτικά φάρμακα ενώ η χώρα προέλευσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αναγνώριση ότι ένα γενόσημο τηρεί προδιαγραφές ασφαλείας και μπορεί να είναι αποτελεσματικό.
-Το φάρμακο για τον χρόνιο ασθενή είναι «μονόδρομος», με αποτέλεσμα να μειώνει κάθε άλλη δυνατή δαπάνη για να έχει πρόσβαση στο φάρμακο. 9 στους 10 θεωρούν το φάρμακο ιδιαιτέρως σημαντικό για τη διατήρηση του επιπέδου υγείας τους ενώ 6 στους 10 θεωρούν την άποψη του γιατρού το πρώτο κριτήριο για την αλλαγή φαρμάκου. Αδιαμφισβήτητη η σχέση εμπιστοσύνης με το φάρμακο το οποίο ήδη λαμβάνει και έχει ρυθμιστεί, μολονότι επωμίζεται πρόσθετο κόστος.
-Μόλις 1 στους 10 άλλαξε το φάρμακό του και επέλεξε αυτό που αποζημιώνει η κοινωνική ασφάλιση. Οι 8 στους 10 ασθενείς παρέμειναν στο φάρμακό τους, μετά την εφαρμογή της συνταγογράφησης με βάση τα νέα δεδομένα, και επωμίσθηκαν την πρόσθετη δαπάνη, περικόπτοντας κάθε άλλο δυνατό έξοδο.