Και συνεχίζει ο κ. Monné σε άρθρο του που δημοσιεύει το virus: «Η κινδυνολογία, η δραματοποίηση από την πλευρά των μέσων ενημέρωσης, σε συνδυασμό με την υπερβολική διόγκωση των κινδύνων των εμβολίων έκαναν ένα τμήμα της κοινωνίας να λησμονήσει πόσο σημαντικός είναι ο εμβολιασμός για να είμαστε όλοι υγιείς.
Παρόλο που ο εμβολιασμός αποτελεί το πλέον ισχυρό προληπτικό εργαλείο δημόσιας υγείας που διαθέτουμε για να προστατεύουμε τον πληθυσμό από έναν μεγάλο αριθμό μεταδοτικών νόσων, τα ποσοστά κάλυψης με εμβολιασμό στην ΕΕ είναι χαμηλά και μάλιστα μειώνονται σταθερά στα περισσότερα κράτη μέλη. Αυτό οφείλεται στην υπερβολική υπερεκτίμηση των κινδύνων του εμβολιασμού και στην υποτίμηση του κινδύνου των μεταδοτικών νόσων. Ωστόσο, η μείωση της ζήτησης για εμβόλια δεν οδήγησε σε πλεόνασμα προσφοράς.
Αντίθετα, είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη εμβολίων σε πολλά κράτη μέλη. Υπάρχουν λιγότεροι κατασκευαστές εγκατεστημένοι στην Ευρώπη, οι οποίοι τώρα πρέπει να εξυπηρετούν μια ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη αγορά, γεγονός που προκαλεί ελλείψεις που μπορούν να αποδειχθούν κρίσιμες για την υγεία και να θέσουν σε κίνδυνο την υγειονομική ασφάλεια.
Επιπλέον, πολλά εθνικά προγράμματα εμβολιασμού στερούνται αξιόπιστου δημοσιονομικού σχεδιασμού και πάσχουν από έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές και εποπτεία, καθώς και από ανεπαρκή και αναποτελεσματική προμήθεια εμβολίων.
Ενώ τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την οργάνωση και την υλοποίηση των δικών τους προγραμμάτων εμβολιασμού, η ΕΕ μπορεί να παρέχει βοήθεια στην περίπτωση διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας, στις οποίες συγκαταλέγονται οι μεταδοτικές νόσοι. Ένα βασικό εργαλείο για την παροχή αυτής της βοήθειας είναι η Συμφωνία Κοινής Προμήθειας, που καθιστά δυνατό για τα κράτη μέλη της ΕΕ που την έχουν υπογράψει να αγοράζουν φάρμακα ως ομάδα, και ως εκ τούτου να διαπραγματεύονται καλύτερες τιμές, καθώς και ταχύτερη παράδοση μεγαλύτερων ποσοτήτων».