Δώδεκα μέλη του προσωπικού και δέκα ασθενείς, μεταξύ των οποίων τρία παιδιά, έχασαν τη ζωή τους, 37 άνθρωποι τραυματίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων 19 μελών του προσωπικού. Η επίθεση αυτή αποτελεί σοβαρή παραβίαση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου…
«Σύμφωνα με τη σαφή παραδοχή ότι έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα πολέμου, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα απαιτούν τη διεξαγωγή πλήρους και διαφανούς έρευνας σχετικά με το γεγονός από ανεξάρτητη διεθνή αρχή. Θεωρούμε ανεπαρκές να στηριχθούμε μόνο σε μια εσωτερική έρευνα που θα διεξαχθεί από τη μία πλευρά των συγκρούσεων. Ούτε ένα μέλος του προσωπικού μας δεν ανέφερε οποιαδήποτε εχθροπραξία μέσα στο συγκρότημα του νοσοκομείου των Γιατρών Χωρίς Σύνορα πριν από την αεροπορική επιδρομή των ΗΠΑ τα ξημερώματα του Σαββάτου. Το νοσοκομείο ήταν γεμάτο από το προσωπικό των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, τους ασθενείς και τους φροντιστές τους. Κατά την επίθεση σκοτώθηκαν 12 μέλη του προσωπικού των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και δέκα ασθενείς, εκ των οποίων τρία παιδιά. Επαναλαμβάνουμε ότι το κεντρικό κτίριο του νοσοκομείου, όπου το ιατρικό προσωπικό φρόντιζε τους ασθενείς, χτυπήθηκε επανειλημμένα και με μεγάλη ακρίβεια κατά τη διάρκεια της εναέριας επιδρομής, ενώ το υπόλοιπο κτιριακό συγκρότημα έμεινε ως επί το πλείστον ανέπαφο. Καταδικάζουμε την επίθεση αυτή, η οποία αποτελεί σοβαρή παραβίαση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου», αναφέρει ο Κρίστοφερ Στόουκς, γενικός διευθυντής του κέντρου συντονισμού προγραμμάτων του Βελγίου των Γιατρών Χωρίς Σύνορα.
Ακολουθεί η μαρτυρία μέλους του προσωπικού των Γιατρών Χωρίς Σύνορα:
«Δεν έχω λόγια να εκφράσω αυτό που συνέβη. Είναι απερίγραπτo»
Ο νοσηλευτής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα Λάγιος Ζόλταν Ζεξ (Lajos Zoltan Jecs) βρισκόταν στην κλινική τραύματος στην Κουντούζ, όταν χτυπήθηκε από μια σειρά εναέριων βομβαρδισμών τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου. Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του.
«Ήταν απολύτως τρομακτικό. Κοιμόμουν στο δωμάτιο ασφαλείας του νοσοκομείου. Περίπου στις δύο τα μεσάνυχτα ξύπνησα από τον ήχο μιας μεγάλης έκρηξης σε κοντινή απόσταση. Στην αρχή δεν ήξερα τι συνέβαινε. Κατά την τελευταία εβδομάδα είχαμε ακούσει βομβιστικές επιθέσεις και εκρήξεις, αλλά πάντοτε πιο μακριά. Αυτή τη φορά ήταν τελείως διαφορετικά. Ακουγόταν πολύ κοντά και δυνατά.
Στην αρχή υπήρξε σύγχυση κι ένα μεγάλο κύμα σκόνης που κάλυψε τα πάντα. Καθώς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι είχε συμβεί, ακολουθούσαν περισσότεροι βομβαρδισμοί. Μετά από 20-30 λεπτά, άκουσα κάποιον να με φωνάζει με το όνομά μου. Ήταν ένας από τους νοσηλευτές στα Επείγοντα. Μπήκε παραπαίοντας με ένα τεράστιο τραύμα στο χέρι. Ήταν γεμάτος αίματα και πληγές σε όλο του το σώμα. Το μυαλό μου πάγωσε και δεν μπορούσα καν να καταλάβω τι συνέβαινε. Για ένα δευτερόλεπτο στεκόμουν όρθιος. Σοκαρισμένος.
Εκλιπαρούσε για βοήθεια. Στο δωμάτιο ασφαλείας, διαθέτουμε μια περιορισμένη ποσότητα βασικών ιατρικών ειδών πρώτης ανάγκης. Δεν υπήρχε όμως μορφίνη για να σταματήσει τον πόνο του. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε.
Δεν ξέρω ακριβώς πόσο κράτησε, αλλά μάλλον μισή ώρα αργότερα σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί. Βγήκα με τον συντονιστή της ομάδας για να δούμε τι είχε συμβεί. Αυτό που αντικρίσαμε ήταν το νοσοκομείο κατεστραμμένο, να καίγεται. Δεν ξέρω καν τι ένιωσα, βρισκόμουν και πάλι σε κατάσταση σοκ…».