Πρώτη η Ελλάδα σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας!
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με επικεφαλής τον καθηγητή Οικονομικών κ.Λυκούργο Λιαρόπουλο διαπιστώνεται ότι η κατάσταση με τα ασφαλιστικά Ταμεία τα οποία εισπράττουν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από τους εργαζόμενους, δεν είναι βιώσιμη. Και αυτό διότι όσο η δημόσια χρηματοδότηση μειώνεται, αναπόφευκτα αυξάνει η ιδιωτική δαπάνη.
Άλλωστε όπως επισημαίνει ο καθηγητής: «Η εμφανής αδυναμία των ταμείων να ανταποκριθούν στις ανάγκες επιτείνεται από διαχειριστική ανεπάρκεια και εισφοροδιαφυγή που φτάνει το 30%.
Μετά από τη μελέτη ο κ.Λιαρόπουλος προτείνει να υπάρξει Εθνικής Ασφάλισης Υγείας.
Η πρόταση στηρίζεται σε μία διαπίστωση που γίνεται συνεχώς και πιο έντονη. «Την τελευταία δεκαετία, οι τεκτονικές μεταβολές στην παγκόσμια οικονομία και η παγκοσμιοποίηση έφεραν μεγέθυνση της αμοιβής του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας. Αυτό προκαλεί συρρίκνωση της χρηματοδοτικής βάσης των ασφαλιστικών συστημάτων που, όπως στην Ελλάδα, στηρίζονται σε εισφορές της εργασίας. Έτσι, η οικονομική υγεία της κοινωνικής ασφάλισης απαιτεί συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή των εσόδων από τη φορολογία του συνολικού εισοδήματος.
Ο ρόλος της κοινωνικής ασφάλισης είναι η προστασία του πληθυσμού από τις συνέπειες των κινδύνων που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος είτε τυχαία, είτε λόγω αρρώστιας και του αναπόφευκτου γήρατος. Σύμφωνα με μία ευρεία ερμηνεία του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», η κοινωνική ασφάλιση (πρέπει να) λειτουργεί «ουδέτερα» σε σχέση με το εισόδημα. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τις εισοδηματικές μας διαφορές, η προστασία της υγείας όλων μας πρέπει να είναι εξ’ ίσου αποτελεσματική και, εν πολλοίς, εκτός των κανόνων της αγοράς. Με την έννοια αυτή, η κοινωνική ασφάλιση (πρέπει να) λειτουργεί και αναδιανεμητικά ως προς το εισόδημα μίας κοινωνίας» σημειώνει ο κ.Λιαρόπουλος.
Στην Ελλάδα, η χρηματοδότηση του συστήματος υγείας γίνεται από ένα «μικτό» σύστημα δαπανών του κράτους και των «ταμείων» που δημιουργήθηκαν στον 20ο αιώνα. Η πρόσφατη «ασφαλιστική μεταρρύθμιση», με συγχώνευση ομοειδών ταμείων σε νέα μεγαλύτερα, όπως ο ΕΟΠΥΥ, δεν άγγιξε τη δομή του συστήματος ασφάλισης που στηρίζεται σε εισφορές των ασφαλισμένων.
«Με δεδομένη την ένδεια επικαιροποιημένων στοιχείων, σημειώνουμε ότι από το 1992 ως το 2006, ο κρατικός προϋπολογισμός συνεισφέρει συνεχώς λιγότερα στο σύστημα υγείας και τα ταμεία περισσότερα. Το 1992, το κράτος κάλυπτε το 41,4% των δημόσιων δαπανών και τα ταμεία το 58,6%. Το 2006, το ποσοστό του κράτους έπεσε στο 27% και των ταμείων ανέβηκε στο 73%. Οι ασφαλιστικοί φορείς αντιμετωπίζουν τις άμεσες ανάγκες υγείας σε βάρος των συντάξεων. Το 1992, το 66,8% των δαπανών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης κάλυπτε συντάξεις και το 33,2% την υγεία. Το 2006, η σχέση αυτή είχε αλλάξει σε 59,5% και 40,5%. Σήμερα, η κατάσταση είναι σαφώς χειρότερη. Η υγεία «φορτώνει» την κοινωνική ασφάλιση με συνεχώς μεγαλύτερα έξοδα σε βάρος των συντάξεων» εξηγεί.
«Η κατάσταση αυτή δεν είναι βιώσιμη και απειλεί με κοινωνικές εκρήξεις. Η εμφανής αδυναμία των ταμείων να ανταποκριθούν στις ανάγκες επιτείνεται από διαχειριστική ανεπάρκεια και εισφοροδιαφυγή που φτάνει το 30%. Η πρώτη επίπτωση είναι η αυτοτροφοδοτούμενη «φούσκα χρεών» που διογκώνει το δημόσιο χρέος με τις κατά καιρούς «ρυθμίσεις» χρεών. Καθώς, όμως, η δημόσια χρηματοδότηση μειώνεται, αναπόφευκτα αυξάνει η ιδιωτική δαπάνη. Με το 46% της συνολικής δαπάνης υγείας, η Ελλάδα έχει το «προνόμιο» της χώρας με τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη υγείας στην Ευρώπη» συμπληρώνει.
Η χρηματοδότηση ενός δημόσιου συστήματος υγείας που στοχεύει σε καθολική κάλυψη του πληθυσμού, όπως το ελληνικό ΕΣΥ, δεν μπορεί να γίνεται πλέον μόνο από τις εισφορές των εργαζομένων, επισημαίνει ο καθηγητής οικονομικών της Υγείας.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Απαιτείται Εθνική Ασφάλιση Υγείας, με χρηματοδότηση από φορολογικά έσοδα στο σύνολο του ΑΕΠ. Η κατάργηση των ταμείων υγείας και των ασφαλιστικών εισφορών θα έχει σημαντικές θετικές δευτερογενείς συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας. Η ελάφρυνση των εργαζομένων θα ενισχύσει την ιδιωτική κατανάλωση σε περίοδο βαθειάς ύφεσης. Η ελάφρυνση των εργοδοτών θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Και στις δύο περιπτώσεις, τα «χαμένα» έσοδα από εισφορές θα επιστρέψουν, εν μέρει, ως φορολογία εισοδήματος και κερδών.
Στην ένσταση για δυσκολίες αύξησης της φορολογίας, να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα είχε το 2010 τη χαμηλότερη (17%) πραγματική φορολογία των επιχειρήσεων στην Ε.Ε. και ότι φοροδιαφεύγουν εισοδήματα €70-80 δις ετησίως. Μία πραγματική ασφαλιστική μεταρρύθμιση στην υγεία, απαιτεί ακριβώς τη μεταρρύθμιση στη φορολογία που σωστά υποστηρίζει η Τρόικα σήμερα και πρέπει να επιδιώξει η όποια αυριανή κυβέρνηση».