Ψυχιατρικό Νοσοκομείο «Δαφνί»: Υποστελεχωμένες δομές και ελλείψεις θέτουν σε κίνδυνο τους ασθενείς
Σημαντική υποστελέχωση σε προσωπικό στις δομές ψυχικής υγείας, καταγγέλλουν οι γιατροί. Οι δομές αυτές παρουσιάζουν πολλές ιδιαιτερότητες και ανάγκες, με κυρίαρχη αυτή της διακομιδής σε άλλο νοσοκομείο ψυχικά πασχόντων, όταν χρειάζεται να υποβληθούν σε ιατρικές εξετάσεις. Οι γιατροί του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «Δαφνί» (Σ.Ε.Ι.Ψ.Ν.Α.) υποστηρίζουν ότι οι δυσλειτουργίες και οι ελλείψεις που υπάρχουν θέτουν πολύ συχνά σε κίνδυνο την υγεία των νοσηλευομένων και των εργαζόμενων.
Οι σκηνές που περιγράφουν είναι πραγματικά ανησυχητικές:
«Η συνθήκη αυτή δεν είναι καινούργια, αλλά ήρθε να επαναληφθεί από πρόσφατα συμβάντα. Συγκεκριμένα, συνάδελφοι μας συμμετείχαν σε διακομιδές οι οποίες κατέληξαν σε οικτρές σκηνές έντασης στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) γενικών νοσοκομείων. Ασθενής που βρισκόταν σε διέγερση και έχρηζε επείγουσας ιατρικής βοήθειας, κατέληξε δυστυχώς να αντιμετωπίζεται με κυνηγητά σε διαδρόμους, άσκηση σωματικής βίας από αστυνομικά όργανα και ένα διάχυτο πνεύμα σύγχυσης καθηκόντων που απειλούσε την ασφάλεια ασθενών και συναδέλφων και παρακώλυε την λειτουργία των ΤΕΠ. Συμπληρωματικά, τη δυσκολία διαχείρισης τέτοιων περιστατικών ενισχύει και η στάση στιγματισμού των ψυχικά ασθενών από μεριάς διάφορων πλευρών του συστήματος περίθαλψης. Δεν πρόκειται λοιπόν για μεμονωμένο περιστατικό, αλλά για ένα ακόμα που προστέθηκε στην λίστα των όσων αντιμετωπίζουμε καθημερινά στο εργασιακό μας πλαίσιο», τονίζουν οι γιατροί του Νοσοκομείου «Δαφνί».
Νοσοκομείο «Δαφνί»: Ένας προς 15 η αναλογία νοσηλευτή – ασθενών
Όλα αυτά, όπως λένε, διαδραματίζονται σε έναν χώρο που αποτελεί την μεγαλύτερη δημόσια δομή ψυχικής υγείας της χώρας, ενώ από την πλευρά των αρμοδίων αλλά και των ίδιων των πολιτών, υπάρχει ένα «πέπλο άγνοιας και αδιαφορίας», όπως λένε.
«Βιώνουμε καθημερινά την τραγική υποστελέχωση προσωπικού που σε συνδυασμό με την υπερπλήρωση των κλινών δημιουργεί τεράστιο φόρτο εργασίας, χαμηλό επίπεδο θεραπευτικής φροντίδας και κακές συνθήκες νοσηλείας (ενδεικτικά αναφέρουμε πως συχνά σε βάρδιες η αναλογία νοσηλευτή – ασθενή είναι ένα προς δεκαπέντε, χωρίς βοήθεια από λοιπό προσωπικό). Επιπλέον, η έλλειψη 24ωρης κάλυψης ειδικοτήτων πρώτης γραμμής και η αδυναμία διενέργειας βασικών εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων εντείνει την επισφάλεια στην ήδη επιβαρυμένη λειτουργία του νοσοκομείου και οδηγεί στην ανάγκη μεταφοράς ασθενών σε άλλα νοσηλευτικά ιδρύματα. Η δε μεταφορά αυτή εγκυμονεί επιπρόσθετους κινδύνους, καθώς το υπάρχον ασθενοφόρο δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένο, τόσο υλικοτεχνικά όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό», τονίζουν οι γιατροί.
«Ο πρόσφατος νόμος δεν λύνει τα προβλήματα»
Αν αυτή η κατάσταση φαίνεται αδιέξοδη μέχρι σήμερα, ο πρόσφατα ψηφισμένος νόμος για το ΕΣΥ έρχεται να την χειροτερέψει περαιτέρω. Σύμφωνα με το σωματείο των γιατρών του Νοσοκομείου, πρόκειται για έναν νόμο που «εμπεδώνει την ιδιωτικοοικονομική λογική και εμπορευματοποίηση στον χώρο της δημόσιας υγείας, σε συμφωνία με μία μόνο ελίτ του ιατρικού κόσμου ενώ την ίδια στιγμή η μεγάλη πλειοψηφία καλείται να εργαστεί με χειρότερους όρους (σε μισθούς και ωράρια). Πλέον, ορθώνονται εμπόδια στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας τις οποίες το κράτος προσφέρει στους πολίτες με όρους διλήμματος – «πληρώνεις ή περιμένεις» – σε βάρος προφανώς και της ποιότητας τους».
Οι γιατροί δηλώνουν ότι θα συνεχίσουμε να διεκδικούν τη βελτίωση των όρων εργασίας, «αποκλειστικά δημόσια – δωρεάν υγεία και κοινωνική αξιοπρέπεια».