Ανθρώπινο αντίσωμα φαίνεται να έχει καλά αποτελέσματα στην ρευματοειδή αρθρίτιδα
Η μελέτη πέτυχε τόσο τα πρωτεύοντα καταληκτικά της σημεία – βελτίωση των σημείων και των συμπτωμάτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας (ΡΑ) και βελτίωση της φυσικής λειτουργίας- όσο και τα δευτερεύοντα τελικά σημεία αποτελεσματικότητας.
«Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια εξουθενωτική ασθένεια με σημαντικές επιπτώσεις για τον ασθενή και παρά την ύπαρξη ενός ευρέος φάσματος θεραπειών, νέοι παράγοντες είναι απαραίτητοι για την αντιμετώπιση των ανεκπλήρωτων αναγκών των ασθενών, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η αδυναμία ανταπόκρισης στη θεραπεία», δήλωσε ο Dr. Roy Fleischmann, Clinical Professor, Department of Internal Medicine, University of Texas Southwestern Medical Center και επικεφαλής στη συγγραφή της μελέτης. «Αυτά τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι το sarilumab, εάν εγκριθεί, μπορεί να αποτελέσει μια πιθανή επιλογή για ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ρευματοειδή αρθρίτιδα».
Στη μελέτη SARIL-RA-TARGET συμμετείχαν 546 ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που δεν ανταποκρίνονταν επαρκώς ή παρουσίαζαν μη ανοχή στους αναστολείς TNFa (TNF-IR). Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε μία από τις τρεις ομάδες θεραπείας και αυτό-χορηγούνταν υποδορίως (SC) κάθε δεύτερη εβδομάδα (Q2W): με sarilumab στη δόση των 200 mg, με sarilumab στη δόση των 150 mg ή με εικονικό φάρμακο, επιπλέον των μη-βιολογικών τροποποιητικών αντιρευματικών φαρμάκων για τη νόσο (DMARD). Τα βασικά αποτελέσματα ανακοινώθηκαν το Μάιο του 2015.
Και οι δύο ομάδες που έλαβαν sarilumab παρουσίασαν κλινικά και στατιστικά σημαντική βελτίωση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο και στα δύο σύνθετα πρωτεύοντα καταληκτικά σημεία:
-Βελτίωση της φυσικής λειτουργίας κατά τη 12η εβδομάδα, σύμφωνα με τη μέτρηση στη μέση μεταβολή από την αρχική τιμή του Ερωτηματολογίου Αξιολόγησης Υγείας του Δείκτη Αναπηρίας (Health Assessment Questionnaire-Disability Index-HAQ-DI). Το HAQ-DI μετρά την ικανότητα των ασθενών να εκτελέσουν ένα τυποποιημένο σύνολο καθημερινών δραστηριοτήτων. Η αλλαγή του HAQ-DI από την αρχική τιμή έως την 12η εβδομάδα ήταν -0,49, -0,50 και -0,29 για τις ομάδες του sarilumab στις δόσεις των 200 mg (p = 0,0004), και των 150 mg (p = 0.0007), και για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου, αντίστοιχα.
-Βελτιώσεις στα σημεία και τα συμπτώματα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας κατά την 24η εβδομάδα, όπως μετρήθηκαν από την αναλογία των ασθενών που πέτυχαν ανταπόκριση ACR 20 (ACR20) παρατηρήθηκαν στο 61% της ομάδας του sarilumab των 200 mg, στο 56% της ομάδας του sarilumab των 150 mg, και στο 34% της ομάδας του εικονικού φαρμάκου, όλες σε συνδυασμό με θεραπεία DMARD (p μικρότερο από 0,0001).
Τα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία αποτελεσματικότητας που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της Ετήσιας Συνάντησης του Αμερικανικού Κολεγίου Ρευματολογίας περιλαμβάνουν τα εξής:
-Το ποσοστό των ασθενών που πέτυχαν ανταπόκριση ACR50 κατά την 24η εβδομάδα ήταν 41% στην ομάδα του sarilumab των 200 mg, 37% στην ομάδα του sarilumab των 150 mg, και 18% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (p μικρότερο από 0.0001).
-Το ποσοστό των ασθενών που πέτυχαν ανταπόκριση ACR70 κατά την 24η εβδομάδα ήταν 16% στην ομάδα του sarilumab των 200 mg (p = 0,0056), 20% στην ομάδα του sarilumab των 150 mg (p = 0,0002), και 7% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
-Η μέση μεταβολή από την 1η έως την 24η εβδομάδα στην τιμή δραστηριότητας της νόσου σε 28 αρθρώσεις χρησιμοποιώντας C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP-DAS 28), η οποία αξιολογεί τη δραστηριότητα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, είχε ως εξής: -2.82, -2.35 και -1.38- στην ομάδα του sarilumab των 200 mg, στην ομάδα του sarilumab των 150 mg, και στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, αντίστοιχα.
-Το ποσοστό των ασθενών που πέτυχαν DAS28-CRP <2,6 σε 24 εβδομάδες ήταν ως εξής: 29%, 25%, και 7% για την ομάδα του sarilumab των 200 mg, για την ομάδα του sarilumab των 150 mg, και για την ομάδα του εικονικού φαρμάκου, αντίστοιχα.
-Η αλλαγή από την 1η έως την 24η εβδομάδα στον δείκτη κλινικής δραστηριότητας της νόσου (CDAI), η οποία αξιολογεί επίσης την δραστηριότητα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, είχε ως εξής: -30,43, -27,14, και -23,9 στην ομάδα του sarilumab των 200 mg, στην ομάδα sarilumab των 150 mg, και στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, αντίστοιχα.
-Η αλλαγή του HAQ-DI από την 1η έως την 24η εβδομάδα ήταν ως εξής: -0,58, -0,52 και -0,34 στην ομάδα του sarilumab των 200 mg, στην ομάδα του sarilumab των 150 mg, και στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, αντίστοιχα.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που προέκυψαν κατά τη θεραπεία (TEAEs) ήταν πιο συχνές στις ομάδες του sarilumab (65% και 66% στις ομάδες του sarilumab των 200 mg και των 150 mg, έναντι 50% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου). Η επίπτωση εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών (SAEs) ήταν υψηλότερη σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο στην ομάδα του sarilumab των 200 mg (5%, έναντι 3%) ενώ ήταν παρόμοια με το εικονικό φάρμακο στην ομάδα των 150 mg (3%).1 Η λοίμωξη ήταν η πιο συχνά αναφερόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια (30%, 22% και 27% στις ομάδες του sarilumab των 200 mg, των 150 mg και του εικονικού φαρμάκου, αντίστοιχα).
Σοβαρές λοιμώξεις παρατηρήθηκαν σε 2 ασθενείς στην ομάδα του sarilumab των 200 mg, σε 1 ασθενή στην ομάδα του sarilumab των 150 mg και σε 2 ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Τα πιο συχνά συμβάματα που οδήγησαν σε διακοπή της θεραπείας ήταν η λοίμωξη και η ουδετεροπενία1.Οι ανεπιθύμητες ενέργειες και οι εργαστηριακές αλλαγές ήταν σύμφωνες με τις παρατηρήσεις της μελέτης MOBILITY και με το μηχανισμό δράσης του sarilumab.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας προφορικής συνεδρίας της Ετήσιας Συνάντησης του Αμερικανικού Κολεγίου Ρευματολογίας, παρουσιάστηκαν επίσης τα δεδομένα από τις μελέτες SARIL-RA-ASCERTAIN/1309. Συνολικά, 14 περιλήψεις έγιναν δεκτές για παρουσίαση στη συνάντηση. Αυτές περιλαμβάνουν επιπρόσθετα αποσπάσματα με αναλυτικά στοιχεία από τα προγράμματα κλινικών μελετών για το sarilumab: SARIL-RA-MOBILITY και SARIL-RA-EXTEND.