ΣΦΕΕ: Οι φαρμακευτικές εταιρίες εναρμονίζονται πλήρως με όσα προβλέπει ο νόμος περί δημοσιοποίησης
Χθες ήταν η καταληκτική ημερομηνία κατά την οποία πρέπει οι φαρμακευτικές εταιρίες να δημοσιοποιήσουν αναλυτικά τις παροχές προς τους επαγγελματίες υγείας και τους επιστημονικούς υγειονομικούς φορείς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Η δημοσιοποίηση αυτή μάλιστα θα έχει μορφή αναλυτική, δηλαδή κάθε εταιρία ετησίως θα αναφέρει σε λίστα πόσα χρήματα έδωσε πχ σε ένα συγκεκριμένο γιατρό για εισιτήρια μετάβασης, διαμονή, εγγραφή στα συνέδρια και ομιλίες (σε αυτό το τελευταίο είναι η μόνη περίπτωση που ο γιατρός παίρνει χρήματα στο χέρι).
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μετά από αίτηση του ΙΣΑ και του ΣΦΕΕ και παρέμβαση του ΕΟΦ, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής της διάταξης, εξέδωσε την Τετάρτη γνωμοδότησή της, η οποία καταλήγει ότι η ερμηνεία του άρθ. 66 παρ. 7 του Ν. 4316/2014 αφορά και περιορίζεται μόνο στα προωθητικά συνέδρια τύπου Β, όπως αυτά ορίζονται από την νέα εγκύκλιο (17702/2016) και εξαιρεί τα επιστημονικά συνέδρια – τύπου Α και άλλες παροχές…
Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι εταιρίες-μέλη του ΣΦΕΕ, εναρμονίζονται πλήρως με τις εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις και θα εξασφαλίσουν την πλήρη συμμόρφωσή τους, παρά το περιορισμένο χρονικό περιθώριο, σε όποια σχετική Οδηγία εκδώσει ο ΕΟΦ.
Κι όπως προσθέτουν,»επιφυλάσσονται σε επικαιροποιημένη δημοσιοποίηση και τελούν εν αναμονή των οριστικών οδηγιών των εμπλεκόμενων φορέων της Διοίκησης, που προσδοκούμε να είναι άμεση για να είναι εφικτή η ορθή εφαρμογή του νόμου».
Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι οι εταιρίες-μέλη του ΣΦΕΕ ήταν έτοιμες να προχωρήσουν με την πλήρη δημοσιοποίηση ως όριζε ο Ν. 4316/2014, ο Κώδικας Δεοντολογίας του ΣΦΕΕ και ο Κώδικας Δημοσιοποίησης της EFPIA.
Και θεωρούν μάλιστα ότι «πρόκειται για ένα βήμα προόδου προς την κατεύθυνση της πλήρους διαφάνειας και οι εταιρίες-μέλη του ΣΦΕΕ τάσσονται υπέρ, καθώς μέσω αυτής αναδεικνύεται η επένδυση και η δέσμευση των φαρμακευτικών επιχειρήσεων στη συνεχή εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας προς όφελος του ασθενή και ενισχύεται η διαφάνεια αυτής της σχέσης. Συμβάλει δε, στην οικοδόμηση ακόμη μεγαλύτερης εμπιστοσύνης μεταξύ φαρμακευτικών εταιριών, ιατρικής κοινότητας και ελληνικής κοινωνίας».