Για πρώτη φορά, ομάδα επιστημόνων από το Cardiff University Brain Research Imaging Centre (CUBRIC), το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης στο Kings College του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ διαπίστωσε με την βοήθεια μαγνητικής τομογραφίας πως οι εγκέφαλοι νεαρών ατόμων που έχουν ορισμένα από τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας εμφανίζουν διαφορετικές διασυνδέσεις. Οι επιστήμονες γνώριζαν εδώ και καιρό ότι η διαταραγμένη συνδεσιμότητα στον εγκέφαλο εξηγεί εν μέρει τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας όμως μέχρι σήμερα καμμιά μελέτη δεν είχε χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες αυτές για να εξετάσει υγιή άτομα που εμφάνιζαν κάποια από τα συμπτώματα της πάθησης χωρίς να έχουν πραγματικά την πάθηση.
Χρησιμοποιώντας μαγνητική τομογραφία σε συνδυασμό με την «θεωρία γραφημάτων», έναν ειδικό κλάδο των μαθηματικών που επιτρέπει την εξέταση πολύπλοκων αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών των δικτύων όπως η αποτελεσματικότητα της μεταφοράς πληροφοριών, οι ερευνητές «σκάναραν» τους εγκεφάλους 123 ατόμων που είχαν προδιάθεση να εκδηλώσουν κάποια ψύχωση και 125 ανθρώπων που δεν είχαν. Η σύγκριση των διαφορών στην συνδεσιμότητα των εγκεφάλων τους έδειξε ότι στα άτομα που είχαν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν σχιζοφρένεια η ικανότητα του εγκεφαλικού δικτύου να μεταδίδει πληροφορίες από την μια περιοχή του εγκεφάλου στην άλλη ήταν μειωμένη και ορισμένες οδοί πληροφοριών παρακάμπτονταν, αναφέρουν στο περιοδικό Human Brain Mapping.
Η αντίληψη του τρόπου με τον οποίο οι ψυχικές ασθένειες μεταβάλλουν τα εγκεφαλικά δίκτυα, θα δώσει στους επιστήμονες ένα νέο εργαλείο πρόβλεψης της εκδήλωσης μιας ψυχικής νόσου στο μέλλον. Όπως επισημαίνει ο Άντονυ Ντέιβιντ, καθηγητής στο Kings College, «κατανοώντας πώς ο εγκέφαλος των ανθρώπων καθίσταται ανεπαρκώς ή αναποτελεσματικώς διασυνδεδεμένος είναι ζωτικής σημασίας για να κατανοήσουμε και την νόσο».