της Μαρίας Τσιλιμιγκάκη
Οι ειδικευόμενοι γιατροί του νοσοκομείου «δείχνουν» την διοίκηση για την οποία θεωρούν ότι έχει το σύνολο της ευθύνης καθώς -όπως υποστηρίζουν- με αυταρχικό τρόπο χρησιμοποιεί τους ειδικευόμενους για να «μπαλώνει τρύπες του προγράμματος εφημεριών».
Ο διοικητής του νοσοκομείου, Νίκος Ξυπολυτάς, απαντά με την σειρά του ότι σε σύγκριση με συναδέλφους τους -για παράδειγμα στην στη Β. Ελλάδα- οι ειδικευόμενοι του Ρεθύμνου είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Προσθέτει, δε, ότι είναι ψευδή τα όσα αναφέρουν για παράνομη και απλήρωτη υπερωριακή εργασία.
Η ανακοίνωση του Συλλόγου ειδικευόμενων αναφέρει:
«Το νοσοκομείο Ρεθύμνου καταρρέει. Αυτό είναι η πραγματικότητα που βιώνουμε εδώ και χρόνια όσοι εργαζόμαστε στο νοσοκομείο, ιατρικό/νοσηλευτικό προσωπικό και μη, και η οποία έχει γίνει αφόρητη τους τελευταίους μήνες.
Ως ειδικευόμενοι ιατροί καλούμαστε κάθε μήνα να καλύψουμε τις σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό, δουλεύοντας υπερωρίες (πέρα από τις εφημερίες που προβλέπει ο νόμος), ενώ τις περισσότερες μέρες δεν υπάρχει η δυνατότητα ρεπό την επομένη της εφημερίας. Αυτό σημαίνει ότι για να παραμείνει ανοιχτό το νοσοκομείο, τις ημέρες εφημερίας δουλεύουμε 32 ώρες συνεχόμενες, και μάλιστα χωρίς να πληρωνόμαστε τις υπερωρίες αυτές.
Πολλοί από τους συναδέλφους που είναι ειδικευόμενοι γενικής ιατρικής και εκπαιδεύονται σε μια σειρά κλινικών, αδυνατούν να πραγματοποιήσουν την εκπαίδευσή τους αφού χρησιμοποιούνται ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ από τη διοίκηση για να μπαλώνουν τρύπες του προγράμματος εφημεριών. Δεν έχει σημασία εάν ένας ιατρός είναι για παράδειγμα στην Οφθαλμολογική κλινική, του ζητείται να καλύπτει κενά στην Παιδιατρική, στην Ορθοπεδική κλινική κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό, κλινικές ζωτικής σημασίας όπως η καρδιολογική μένουν χωρίς εφημερεύοντα ειδικευόμενο σχεδόν όλο τον μήνα.
Και σαν να μην αρκεί που καλούμαστε να εργαστούμε αμισθί σε αυτά τα εξοντωτικά ωράρια και ρυθμούς, επωμιζόμαστε τις περισσότερες μέρες του μήνα και την πλήρη ευθύνη, αφού λόγω υποστελέχωσης το ΤΕΠ λειτουργεί το μισό μήνα (ή και περισσότερο) χωρίς ειδικευμένο ιατρό. Κάτι που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως ο κάθε ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ , όσο σωστά κι αν γνωρίζει το αντικείμενό του, δεν παύει να ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ.
Έχουμε επανειλημμένα ενημερώσει τη διοίκηση του νοσοκομείου ότι ο εξοντωτικός αυτός ρυθμός εργασίας, που είναι ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ, θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των ασθενών και οδηγεί το ιατρικό προσωπικό στην σωματική και ψυχική εξουθένωση. Και όμως, ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ, επιλέγεται από την διοίκηση ακριβώς αυτό: να μπαλώνει τα προβλήματα του νοσοκομείου ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ (με πολύ αυταρχικούς τρόπους μάλιστα) την καταναγκαστική εργασία των ιατρών.
Δεν τους ενδιαφέρει πόσο κουρασμένος θα είναι ο ιατρός που θα υποδεχθεί τον ασθενή στο ΤΕΠ, εάν θα μπορεί να ανταπεξέλθει, εάν είναι επαρκώς εκπαιδευμένος. Τους ενδιαφέρει μόνο να συμπληρώνεται με κάθε θυσία το πρόγραμμα. Και φυσικά δεν αναλαμβάνουν ούτε την ευθύνη.
Οι ειδικευόμενοι ιατροί του ΓΝΡ δηλώνουμε ότι δεν μπορούμε πλέον να δουλεύουμε υπό αυτές τις συνθήκες. Καλούμε τη διοίκηση να κάνει επιτέλους τη δουλειά της, που δεν είναι να στραγγίζει τους ιατρούς και το υπόλοιπο προσωπικό, αλλά να διασφαλίζει πραγματικές ΜΟΝΙΜΕΣ λύσεις για τα προβλήματα του νοσοκομείου. Καλούμε το υπουργείο Υγείας να λύσει ΑΜΕΣΑ το θέμα της υποστελέχωσης. Καλούμε την Ρεθυμνιώτικη κοινωνία να διεκδικήσει το νοσοκομείο που δικαιούται».
Ο δε διοικητής του ιδρύματος απαντά με δική του ανακοίνωση:
«Οι ειδικευόμενοι στο Γ.Ν.Ρ παριστάνουν να αγνοούν ότι σειρά Νοσοκομείων στη Β. Ελλάδα δεν έχουν καθόλου ειδικευόμενους και οι ειδικευμένοι σ’ αυτά, όπως και στο δικό μας, πρόθυμα ή υπό την πίεση των συνθηκών, εκτελούν 16 και 18 εφημερίες. Οι ειδικευμένοι. Διότι του Ρεθύμνου οι ειδικευόμενοι, εύκολα διαμαρτύρονται στην πρώτη αντιξοότητα ενώ συγκριτικά με τους συναδέλφους τους στη Β. Ελλάδα και την Αθήνα, βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Ας γνωρίζουν ότι βάσει νόμου έχω δικαίωμα με το «εντέλεσθαι» να τους αναθέτω – επί πληρωμή πάντα – 2 επιπλέον, σύνολο έως 9. Ποτέ δεν έχω υπερβεί τη 1. Καμία αυθαιρεσία λοιπόν από τη διοίκηση. Η αυθαιρεσία (και ψεύδη) είναι στους ισχυρισμούς τους. Όπως το παράδειγμα στην οφθαλμολογική κλινική όπου εφημερίες ειδικευομένων ΔΕΝ πραγματοποιούνται απαραιτήτως εκεί αφού δεν υπάρχει ανάγκη, δεν νοσηλεύονται δηλαδή ασθενείς εκεί. Εάν δεν υπάρχει ειδικευόμενος στην καρδιολογική, ΠΑΝΤΑ υπάρχει καρδιολόγος.
Όσα συνεπώς – και για πολλοστή φορά – ισχυρίζονται για τμήματα χωρίς ειδικευόμενους και παρότι διαμαρτύρονται για πολλές εφημερίες που δήθεν τους επιβάλλονται, αποτελούν συνειδητά ψεύδη, παραπλάνηση του κοινού, αλλοίωση της πραγματικότητας απαράδεκτη και υποτιμητική για το επάγγελμα και τον χώρο εργασίας των γιατρών. Ψέμα εξάλλου ότι δεν πληρώνονται τις εφημερίες. Ψέμα ότι στις εφημερίες εργάζονται 32 ώρες συνεχόμενες. Άλλωστε για τα τάχα τόσο σοβαρά θέματά τους, ουδέποτε απευθύνθηκαν στην επιστημονική επιτροπή του Νοσοκομείου, ενώ ο Διευθυντής – υπεύθυνος της ιατρικής υπηρεσίας για τις εφημερίες, προφανώς αρνείται να γίνει όργανό τους. Και ΟΥΔΕΜΙΑ ευθύνη φέρουν όπως παραπλανητικά αλλά και αναιδέστατα λένε. Υποχρέωσή τους είναι να καλύπτουν ελλείψεις (όχι πέραν των προβλεπομένων του νόμου, τα παραμύθιά τους αλλού), η εκπαίδευσή τους από τίποτα και από κανέναν δεν παρεμποδίζεται όπως ψευδέστατα και πάλι καταγγέλλουν.
Οι…ειδικευόμενοι! Που μάλιστα προβαίνουν σε υποδείξεις (ω του απύλωτου θράσους), η δουλειά μας… διατάζουν να ορίζεται κατ’ αυτούς, να διασφαλίζουμε μόνιμες λύσεις! Στους … ειδικευόμενους βέβαια, όχι στο Γ.Ν.Ρ. Ο διοικητής να προσλάβει όσους ειδικευόμενους επιθυμούν οι ίδιοι ώστε ουδείς ποτέ τους να ασκεί εφημερία! Οι ειδικευόμενοι επί έτη, επί θητείας μου, στην πρωτοπορία του παραλογισμού. Οι ενημερώσεις μου που επικαλούνται ψευδώς ξανά, είχαν καταλήξει τη μια και μοναδική φορά, σε απόλυτη συμφωνία μας. Για τους της χειρουργικής να επισημάνω ότι και ρεπό δίνονται και μόνοι τους θα έπρεπε να επιζητούν τη μεγαλύτερη δυνατόν εμπειρία. Θα έπρεπε…
Ο ρυθμός εργασίας τους:
– Δεν είναι παράνομος!!! Είναι νομιμότατος.
– Δεν θέτει σε κινδύνους τους ασθενείς.
– Δεν εξουθενώνει το ιατρικό προσωπικό. Κακώς μάλιστα ομιλούν για ολόκληρο το ιατρικό προσωπικό και όχι μόνον για τη δική τους ιατρική κατηγορία, όπως οφείλουν.
– Η διοίκηση δεν εφαρμόζει απέναντι τους αυταρχικούς τρόπους. Δεν υφίσταται «καταναγκαστική» εργασία όπως με περισσή θρασύτητα και φαιδρότητα αναφέρουν, πάλι για το σύνολο των ιατρών ψευδώς, αντί να ομιλούν μόνον για τους ειδικευόμενους.
Και ανάξια κάθε απάντησης τα ψεύδη τους ότι ενδιαφερόμαστε για το πρόγραμμα χωρίς να αναλαμβάνουμε ευθύνες, χωρίς να νοιαζόμαστε για την κόπωση, τη δυνατότητα ή την επαγγελματική επάρκεια του ειδικευόμενου. Όλες οι ευθύνες μονίμως βαραίνουν τη διοίκηση.
Εάν αδυνατούν να εργάζονται υπό αυτές τις συνθήκες ,ας πράξουν ότι οι ίδιοι κρίνουν. Οι συνθήκες ήταν από πολλού χρόνου γνωστές, είναι δραματικά αντίξοες για όλους (και για το κοινό και για τη διοίκηση και για το Υπουργείο), αναμένεται να παραμείνουν αντίξοες ή και να ενταθούν ακόμη. Μαγικές συνταγές πάσης νόσου σαν της μακαρίτισας Γεωργίας Βασιλειάδου στις ταινίες του ’60 με μανόλαδο καμηλοπάρδαλης, στους σκληρούς καιρούς μας έχουν πάψει. Προ πολλού. Ανεπιστρεπτί.
Αρκεί πια με τους ειδικευόμενους που ολοένα και συχνότερα θέτουν εκτός των εργασιακών τους θεμάτων και ζητήματα εκτός αρμοδιότητας, τόπου και χρόνου».