Στέλιος Λουκίδης: Ποιες θεραπείες “νίκησαν” την πανδημία και ποιες “νικήθηκαν” από αυτήν
Πολλές θεραπείες κατά της νόσου Covid-19 ξεκίνησαν με την ελπίδα μιας “επιστημονικής υπόθεσης”, αλλά ελάχιστες πέρασαν στις “αποδεδειγμένα αποτελεσματικές”. Αυτές που τελικά κατάφεραν να κόψουν το νήμα, ήταν κυρίως οι αντιικές θεραπείες και κάποια λίγα μονοκλωνικά αντισώματα.
Πρόσφατα, ο πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας και επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής που εγκρίνει τις χορηγούμενες θεραπείες στους ασθενείς με Covid-19, Καθηγητής, Στέλιος Λουκίδης, μίλησε για το θέμα αυτό, στο 28ο Ιατρικό Συνέδριο των Ενόπλων Δυνάμεων που έγινε στο Ξενοδοχείο Makedonia Palace, στη Θεσσαλονίκη.
“Κάποιες από αυτές τις θεραπείες ήταν κάποιες εικασίες και κάποιες υποθέσεις ιατρικές, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν με τίποτα. Έγιναν, δηλαδή και λανθασμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις. Δεν μπορεί δηλαδή ο γιατρός να δίνει συνέχεια αντιβιοτικά σε ιογενείς λοιμώξεις. Αυτό το μαθαίναμε από το Πανεπιστήμιο. Τα εισπνεόμενα, ας πούμε, δεν είχαν ποτέ καμία θέση στην Covid”, τονίζει ο ίδιος μιλώντας στο iatropedia.gr.
Πραγματική τομή στην πανδημία, όπως λέει, αποτέλεσαν τα αντιιικά φάρμακα και τα εμβόλια:
“Θεωρούμε ότι η κοινωνία βοηθήθηκε και “άνοιξε” από τη στιγμή που βγήκαν τα εμβόλια και μπήκαν στη θεραπευτική φαρέτρα από τις αρχές Ιανουαρίου συντεταγμένα τα αντιιικά. Αυτά ήταν που άλλαξαν τα δεδομένα στην κοινωνία. Αλλιώς δεν θα υπήρχε αλλαγή μεγάλη”, λέει.
Ας εξετάσουμε κάθε μία θεραπεία αναλυτικά, με τη βοήθεια του Καθηγητή Πνευμονολογίας, Στέλιου Λουκίδη.
Μονοκλωνικά αντισώματα: “Σε κάθε μετάλλαξη χάνουμε και ένα…”
Τα μονοκλωνικά αντισώματα απέδειξαν αρχικά την αποτελεσματικότητά τους, ως θεραπευτική παρέμβαση ενάντια στην Covid-19, όμως, στην πορεία αποδείχθηκαν πολύ ευάλωτα στις μεταλλάξεις.
Όπως τόνισε ο Καθηγητής κ. Λουκίδης, κάθε μία νέα μετάλλαξη που έβγαινε, έθετε εκτός κι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα:
“Εκλαϊκευμένα, κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Διότι σκεφτείτε πως οι θεραπείες που δίναμε εμείς πέρυσι τον Δεκέμβριο, «χάθηκαν» σε ένα μήνα. Γιατί φάνηκε πως στην Όμικρον δεν έκαναν τίποτα. Το Sotrovimab -που έκανε ένα μεγάλο κλινικό πρόγραμμα- μόλις ετοιμαζόταν να πάρει άδεια και να κυκλοφορήσει “χάθηκε”, γιατί βγήκαν η Όμικρον 1, 4 και 5 απέναντι στις οποίες δεν είχε καμία δράση”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μονοκλωνικά αντισώματα άρχισαν να χορηγούνται στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2021, και μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου χορηγήθηκαν 1.500 θεραπείες.
Εvusheld: Το μονοκλωνικό για προληπτική χορήγηση
Το μονοκλωνικό αντίσωμα Εvusheld δίνεται ως προφυλακτική θεραπεία (προληπτική χορήγηση) σε ευπαθείς ομάδες, καθώς προλαμβάνει την εμφάνιση βαρέων συμπτωμάτων, νοσηλείας και θανάτου.
Έχουν χορηγηθεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα περίπου 1.200 σκευάσματα.
Ωστόσο, και αυτό το “όπλο” της επιστήμης δεν έχει αποφύγει τον γενικό κανόνα των μονοκλωνικών, που “υποχωρούν” έναντι των μεταλλάξεων.
“Το Εvusheld δρα προληπτικά και όχι θεραπευτικά προς το παρόν, παρ’ ότι έχει και μια μελέτη για θεραπευτική χρήση. Κι αυτό, όμως λίγο μετά που πήρε αδειοδότηση, άρχισε να γίνεται συζήτηση για τη δόση του. Ότι η δόση των 300 mg ίσως να μην είναι επαρκής και πρέπει να δώσουμε 600 mg, γιατί υπάρχουν μελέτες που λένε ότι στην Όμικρον χάνει τη δράση και την αποτελεσματικότητά του”, σημειώνει ο Στέλιος Λουκίδης.
Ρεμντεσιβίρη: “Η θεραπεία που πέρασε από 40 κύματα και πέτυχε”
“Το remdesivir πέρασε από πολλά κύματα”, λέει ο Καθηγητής. Στην αρχή, ως θεραπεία ενδονοσοκομειακής χορήγησης, δεν έδειξε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όμως, στην πορεία αποδείχθηκε σωτήρια θεραπεία, για μια συγκεκριμένη μερίδα ασθενών.
“Σίγουρα δεν είχε τα data (δεδομένα) τα υποστηρικτικά για να δώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα, χρησιμοποιήθηκε όμως σε νοσηλευόμενους ως θεραπεία ρουτίνας, εφόσον έρχονταν στο νοσοκομείο μέσα στις πρώτες 7 μέρες. Μετά απ’ ότι φαίνεται δεν δρα. Αλλά εκεί που έπαιξε για μένα πολύ σημαντικό ρόλο -και το τόνισα και στο συνέδριο αυτό- ήταν στην περίοδο που αρχίσαμε να έχουμε περιστατικά ατόμων που κόλλαγαν μέσα στο νοσοκομείο και ενώ νοσηλεύονταν”.
Στους ασθενείς στους οποίους το remdesivir χορηγήθηκε αμέσως είχε καταλυτικά θετική επίδραση, όμως, αποδείχθηκε:
“Τους το δίναμε αμέσως, σε δύο τρεις ώρες, όχι σε 4 και 5 μέρες. Όποτε δηλαδή βρισκόταν κάποιος θετικός το πρωί, πχ. όταν έμπαινε για να κάνει ένα χειρουργείο, έπαιρνε αμέσως το φάρμακο και μετά από δύο τρεις μέρες που του το χορηγούσαμε, έφευγε από το νοσοκομείο, χάρη στο φάρμακο”, σημειώνει ο Διευθυντής Πνευμονολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου “Αττικόν”.
Το remdesivir αποδείχθηκε τελικά εξαιρετικά αποτελεσματικό σε ποσοστό πάνω από 80% έως 85% των ασθενών, καθώς μετά τη χορήγηση η νόσος δεν εξελίσσονταν σε κάτι πιο δύσκολο. Και ήταν όλοι είτε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, είτε άτομα με υποκείμενα νοσήματα.
Μολνοπιραβίρη: Δεν έλαβε έγκριση κυκλοφορίας
Η μολνοπιραβίρη της αμερικανικής Merck (MSD στην Ευρώπη και την Ελλάδα), ήταν το πρώτο αντιιικό από του στόματος χορηγούμενο φάρμακο, που έλαβε άδεια έκτακτης χορήγησης, ενώ στην Ελλάδα, δόθηκαν περίπου 10.000 σκευάσματα.
Στην συνέχεια, όμως, δεν έλαβε κανονική έγκριση κυκλοφορίας. Οι κλινικές μελέτες της συγκεκριμένης αντιιικής θεραπείας έδειξαν μια αρχική αποτελεσματικότητα, αλλά στο τέλος, φάνηκε πως δεν είχε το θετικό πρόσημο του Paxlovit για να πάρει τελική έγκριση κυκλοφορίας, λέει ο Καθηγητής:
Ωστόσο, “είναι για μας, πάλι πολύ σημαντική θεραπεία. Γιατί σε ασθενείς που δεν μπορούν να πάρουν Paxlovit και βρίσκονται στο σπίτι, είναι μια επιλογή πλέον, χάρη στα αποθέματα που έχουμε. Κι εγώ που ήμουν χθες σε υπηρεσία στα αντιιικά, είδα ένα περιστατικό από την Αλεξανδρούπολη με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, το οποίο μπαίνει στο τεχνητό νεφρό και δεν μπορεί να πάρει Paxlovit και αμέσως κινητοποιήθηκα, μιλήσαμε με τη γιατρό και έφυγε το αίτημα, ώστε σήμερα πρωί πρωί να πάει η μολνοπιραβίρη στην Αλεξανδρόπουλη για να την πάρει ο ασθενής”, τονίζει.
Paxlovit: Το πιο ισχυρό αντιιικό φάρμακο
Το αντιιικό χάπι της Pfizer, με την εμπορική ονομασία Paxlovit αποδείχθηκε πολύ ισχυρό όπλο, καθώς πραγματικά άλλαξε την πορεία της πανδημίας.
“Έχει τα θέματά του, γιατί χρειάζεται να κοιτάξεις πολύ τις αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και δεν μπορείς να το δώσεις σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια ή σε πολύ σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, αλλά αυτό είναι σε ένα ποσοστό όχι πάρα πολύ μεγάλο”, λέει ο Στέλιος Λουκίδης.
Το χάπι που μειώνει σε αστραπιαίο χρόνο το ιικό φορτίο από την Covid-19 στον ανθρώπινο οργανισμό, δόθηκε στην Ελλάδα από τον Μάρτιο του 2022 και μέχρι σήμερα σε 60.000 άτομα, σε σχήμα των τριών χαπιών (πρωί-βράδυ επί 5 μέρες).
“ Νομίζω, ότι βοήθησε αρκετά”, σχολιάζει ο επιστήμονας και εξηγεί:
“Δεν έχει δώσει ακόμη τα επίσημα στοιχεία το Υπουργείο, αλλά εγώ πιστεύω ότι από τα στοιχεία που έχω πάρει από τους πνευμονολόγους που το χρησιμοποιούν, η αποτελεσματικότητά του είναι ανάλογη των βιβλιογραφικών δεδομένων και ευρημάτων, δηλαδή κοντά στο 75% με 80%”, λέει.
Θεραπεία με πλάσμα αναρρωσάντων ασθενών
Η χορήγηση πλάσματος που περιέχει πολυκλωνικά αντισώματα από αναρρώσαντες σε ασθενείς σε ασθενείς με βαριά COVID-19, θεραπεία στην οποία στηρίχτηκε σειρά επιστημόνων μελετών στην αρχή της πανδημίας, αποδείχθηκε ότι δεν πήγε καθόλου καλά, καθώς δεν έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
“Νομίζω πως δεν θα πρέπει να ασχοληθεί κανείς ξανά με το ζήτημα αυτό. Είναι πολύ αμφιλεγόμενα τα αποτελέσματα και μάλλον δεν θα πρέπει να ξανασχοληθούμε. Ασχοληθήκαμε με πολλές θεραπείες που τελικά με την είσοδο του Paxlovit χάθηκαν και εγκαταλείφθηκαν”, σημειώνει ο κ. Λουκίδης.
Καταληκτικά, ο επιστήμονας τονίζει πως πλέον έχουμε αρκετά όπλα στη φαρέτρα μας για την καταπολέμηση των σοβαρών επιπτώσεων της πανδημίας. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ένα νέο εμβόλιο το οποίο θα μας καλύπτει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως λέει.
“Νομίζω ναι, καλά είμαστε τώρα. Το κύριο μεγάλο πρόβλημα της νόσου, που ήταν οι αναπνευστικές επιπλοκές, έχει μειωθεί πλέον σε πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό. Έχουμε καλυφθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό θεραπευτικά και προληπτικά με τα εμβόλια, απέναντι στην πανδημία. Αυτό που λείπει είναι μόνο ένα εμβόλιο που θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Γιατί όσο ζητάμε συχνά δόσεις από τους πολίτες, τόσο θα έχουμε απέναντί μας την κόπωση και την αμφισβήτηση. Όσο λέμε κάθε 4 μήνες κάνε μία δόση, τόσο λιγότεροι θα πηγαίνουν να την κάνουν”, καταλήγει ο Καθηγητής.