Συνεχίζουν τα καλά αποτελέσματα φαρμάκου για την υποτροπιάζουσα Πολλαπλή Σκλήρυνση
Σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (RRMS) οι οποίοι είχαν έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στη διάρκεια των πιλοτικών μελετών Φάσης III CARE-MS, τα αποτελέσματα των οποίων περιγράφονται παρακάτω και παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο ετών των μελετών, διατηρήθηκαν για τέσσερα επιπλέον έτη κατά τη διάρκεια της μελέτης επέκτασης.
Πάνω από το 90% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στις κλινικές μελέτες CARE-MS εντάχθηκε στη μελέτη επέκτασης. Αυτοί οι ασθενείς ήταν υποψήφιοι να λάβουν επιπλέον αγωγή με alemtuzumab στη μελέτη επέκτασης, εφόσον εμφάνιζαν τουλάχιστον μία υποτροπή ή τουλάχιστον δύο νέες ή αυξανόμενες σε μέγεθος βλάβες στον εγκέφαλο ή τον νωτιαίο μυελό.
Μετά τη χορήγηση των δύο αρχικών κύκλων θεραπείας στις κλινικές μελέτες CARE-MS, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά την έναρξη των συνεδριών και τον 12ο μήνα, το 64% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στη μελέτη CARE-MS I και το 55% των ασθενών στη μελέτη CARE-MS II δεν έλαβαν επιπλέον θεραπεία με alemtuzumab για τα επόμενα πέντε έτη έως και τον 72ο μήνα.
· Το χαμηλό ετήσιο ποσοστό υποτροπών που παρατηρήθηκε στους ασθενείς που έλαβαν alemtuzumab στις μελέτες Φάσης III, CARE-MS I (0,16) και CARE-MS II (0,28), παρέμεινε σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης επέκτασης (0,12 και 0,15 στο έκτο έτος).
· Έως το έκτο έτος, το 77% και το 72% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στις μελέτες CARE-MS I και CARE-MS II, αντίστοιχα, δεν εμφάνισαν επιδείνωση της επιβεβαιωμένης αναπηρίας στους έξι μήνες, όπως αξιολογήθηκε με βάση την κλίμακα EDSS (Expanded Disability Status Scale/ Διευρυμένη Κλίμακα Κατάστασης Αναπηρίας).
· Έως το έκτο έτος, το 34% και το 43% των ασθενών που εμφάνιζαν αναπηρία πριν από τη χορήγηση θεραπείας με alemtuzumab στις μελέτες CARE-MS I και CARE-MS II, αντίστοιχα, παρουσίασαν βελτίωση με βάση την κλίμακα EDSS σε σύγκριση με τη βαθμολογία πριν από την έναρξη της θεραπείας, η οποία διατηρήθηκε για τουλάχιστον έξι μήνες.
· Έως το έκτο έτος, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στις μελέτες CARE-MS I και II παρουσίασαν επιβράδυνση της εγκεφαλικής ατροφίας, όπως μετρήθηκε βάσει του κλάσματος εγκεφαλικού παρεγχύματος στη μαγνητική απεικόνιση (MRI). Από το τρίτο έως το έκτο έτος, η μέση ετήσια μείωση του όγκου του εγκεφάλου ήταν -0,20% ή μικρότερη, τιμή χαμηλότερη σε σχέση με την τιμή που παρατηρήθηκε στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με alemtuzumab στη διάρκεια των πιλοτικών μελετών διετούς διάρκειας (CARE-MS I: -0,59% το πρώτο έτος· -0,25% το δεύτερο έτος· CARE-MS II: -0,48% το πρώτο έτος· -0.22% το δεύτερο έτος).
· Κατά το τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο έτος, οι περισσότεροι ασθενείς δεν παρουσίασαν καμία ένδειξη δραστηριότητας της νόσου βάσει μαγνητικής απεικόνισης (MRI) η οποία ορίζεται ως νέα προσλαμβάνουσα γαδολίνιο T1 βλάβη και νέα ή αυξανόμενη σε μέγεθος T2 βλάβη (66-72%, CARE-MS I· 68-70%, CARE-MS II).
Έως το έκτο έτος, η ετήσια επίπτωση των πιο συχνά εμφανιζόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών κατά τη διάρκεια της μελέτης επέκτασης ήταν συγκρίσιμη ή μειωμένη σε σύγκριση με τις πιλοτικές μελέτες. Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονταν με τον θυρεοειδή ήταν υψηλότερη το τρίτο έτος και μειώθηκε στη συνέχεια.
“Τα δεδομένα για το alemtuzumab από τη συνεχιζόμενη μελέτη επέκτασης που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο ECTRIMS δείχνουν ότι περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς εμφάνισαν σταθερά θεραπευτικά αποτελέσματα στη δραστηριότητα της νόσου, παρόλο που έλαβαν την τελευταία συνεδρία θεραπείας πριν από πέντε χρόνια,” δήλωσε ο Dr. Alasdair Coles, Professor, Department of Clinical Neurosciences, University of Cambridge. “Είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο να διαπιστώνουμε σταθερά αποτελέσματα σχετικά με την υποτροπή, την αναπηρία και τις μετρήσεις βάσει μαγνητικής απεικόνισης (MRI), με το πέρασμα του χρόνου.”
Οι Φάσης III κλινικές μελέτες του alemtuzumab ήταν τυχαιοποιημένες, πιλοτικές μελέτες διετούς διάρκειας τυφλής αξιολόγησης που συνέκριναν τη θεραπεία με alemtuzumab με υψηλής δόσης υποδόρια ιντερφερόνη βήτα-1α σε ασθενείς με ενεργή υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση, οι οποίοι είτε δεν είχαν λάβει προηγουμένως θεραπεία (CARE-MS I) είτε δεν είχαν ανταποκριθεί επαρκώς σε διαφορετική θεραπεία (CARE-MS II). Η νόσος ορίστηκε ως ενεργή εφ’ όσον υπήρχαν τουλάχιστον δύο υποτροπές τα δύο προηγούμενα έτη και τουλάχιστον μια υποτροπή κατά το προηγούμενο έτος. Βάσει του πρωτοκόλλου, η χορήγηση του alemtuzumab περιλάμβανε δύο ετήσιες συνεδρίες, με την πρώτη συνεδρία να χορηγείται μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης σε πέντε διαδοχικές ημέρες και τη δεύτερη συνεδρία να χορηγείται σε τρεις διαδοχικές ημέρες, 12 μήνες μετά.
Κατά τις κλινικές μελέτες, οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που συσχετίστηκαν με το alemtuzumab ήταν αντιδράσεις σχετιζόμενες με την έγχυση, αυτοάνοσες διαταραχές (όπως θυρεοειδική νόσος, αυτοάνοσες κυτταροπενίες και νεφροπάθειες), λοιμώξεις και πνευμονίτιδα. Το alemtuzumab ενδέχεται να προκαλέσει υψηλό κίνδυνο κακοηθειών. Προγράμματα διαχείρισης κινδύνων που περιλαμβάνουν εκπαίδευση και παρακολούθηση συμβάλλουν στην έγκαιρη ανίχνευση και διαχείριση των κύριων αναγνωρισμένων και δυνητικών κινδύνων. Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του alemtuzumab είναι εξάνθημα, κεφαλαλγία, πυρεξία, ρινοφαρυγγίτιδα, ναυτία, λοίμωξη του ουροποιητικού, κόπωση, αϋπνία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, λοίμωξη από τον ιό του έρπητα, κνίδωση, κνησμός, διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, μυκητιασική λοίμωξη, αρθραλγία, πόνος στα άκρα, πόνος στη μέση, διάρροια, ρινοκολπίτιδα, στοματοφαρυγγικός πόνος, παραισθησία, ζάλη, κοιλιακό άλγος, έξαψη και έμετος.
Το alemtuzumab έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 50 χώρες, με περισσότερες αιτήσεις για άδεια κυκλοφορίας να βρίσκονται υπό αξιολόγηση από ρυθμιστικές αρχές ανά τον κόσμο. Το alemtuzumab υποστηρίζεται από ένα ολοκληρωμένο και εκτενές πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης στο οποίο συμμετείχαν σχεδόν 1.500 ασθενείς και 5.400 ανθρωποέτη παρακολούθησης. Περισσότεροι από 9.200 ασθενείς ανά τον κόσμο έχουν λάβει θεραπεία με alemtuzumab.