Αναφορικά με τα κρούσματα ελονοσίας, ο καθηγητής της ΕΣΔΥ και συνεργάτης του ΚΕΕΛΠΝΟ, Τάκης Παναγιωτόπουλος είπε ότι «έχουν καταγραφεί 4 περιστατικά εγχώριας μετάδοσης, και αυτά μας ενδιαφέρουν από την άποψη της Δημόσιας Υγείας. Τα εισαγόμενα κρούσματα- αυτά δηλαδή που προέρχονται από άλλες χώρες και διαγνώστηκαν στην Ελλάδα- δεν έχουν καμία σημασία και επίπτωση στη δημόσια υγεία καθώς αυτός που διαγιγνώσκεται, λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή και δεν μπορεί να μεταδώσει τη νόσο, δηλαδή να μολύνει κουνούπια (η ελονοσία όπως είναι γνωστό δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο).
Μας ενδιαφέρουν λοιπόν οι αριθμοί που αφορούν εγχώριας μετάδοσης περιστατικά. Από το 2009 και μετά έχουμε κάθε χρόνο κρούσματα. Υπήρχαν χρονιές με 20 ή και 40 περιστατικά γι’ αυτό έχω μεγάλη απορία γι’ αυτή τη συζήτηση που γίνεται με 4 περιστατικά. Αναμένουμε να αυξηθούν, να είμαστε ξεκάθαροι. Στο επόμενο διάστημα ενδέχεται να έχουμε περισσότερα κρούσματα, είναι στην αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων.
Όσον αφορά τα μέτρα, στο αίμα είμαστε ακραία σχολαστικοί. Ο αποκλεισμός των περιοχών είναι έκφραση της ακραίας σχολαστικότητας για την ασφάλεια του αίματος. Δεν αφορά δήμους αλλά ορισμένες κοινότητες και έχει γίνει παρανόηση ότι αφορά ολόκληρους τους δήμους. Δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση θέμα «καραντίνας», είναι μέτρα ρουτίνας που λαμβάνονται από το 2009. Είχαμε πολύ σοβαρότερες καταστάσεις από τις σημερινές και όμως τώρα τίθεται το ζήτημα».
Ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, από την πλευρά του τόνισε ότι «όσον αφορά το θέμα της ελονοσίας, είναι ελεγχόμενα τα σποραδικά κρούσματα τα οποία δεν δημιουργούν κίνδυνο Δημόσιας Υγείας. Με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα, η χώρα είναι υγειονομικά ασφαλής. Αυτό προκύπτει από τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις και αξιολογήσεις. Είπαμε από την αρχή ότι δεν θα επιτρέψουμε το προσφυγικό ζήτημα να μετατραπεί σε ζήτημα δημόσιας υγείας. Και αυτό το πράγμα το έχουμε καταφέρει. Υπήρξαν προβλήματα, υπήρξαν δυσκολίες, διαχειριστήκαμε ένα τεράστιο, πρωτοφανές για τα μεταπολεμικά χρονικά, ρεύμα μετακίνησης πληθυσμών, ωστόσο, το βασικό πρόβλημα ήταν οι συνθήκες διαβίωσης, στέγασης και σίτισης. Θεωρώ λοιπόν ότι ούτε «υγειονομική βόμβα» υπάρχει στη χώρα, ούτε «υγειονομικό ναρκοπέδιο» . Είμαστε μια χώρα υγειονομικά ασφαλής. Έχουμε πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη χρηματοδοτική και λειτουργική ενίσχυσή του δημόσιου συστήματος υγείας. Υπάρχει μια καθυστέρηση με τη διαδικασία των προσλήψεων αλλά πιέζουμε να προχωρήσει πιο γρήγορα για να καλυφθούν τα κενά που είχαν δημιουργηθεί σωρευτικά τα τελευταία 5-6 χρόνια. Η δημόσια υγεία δεν μπορεί να είναι αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, δεν μπορεί να μπαίνει στο πεδίο της μικροπολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και πρέπει να μένει απ’ έξω από τις φωνές του ακραίου λαϊκισμού και του ανεύθυνης αντιπολίτευσης. Εμείς θα συνεχίσουμε με σοβαρότητα να συνεργαζόμαστε με την επιστημονική κοινότητα, με τους φορείς που η πολιτεία έχει ορίσει να έχουν το ρόλο της προστασίας της δημόσιας υγείας. Εκφράζουμε τη στήριξή μας και στο Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας, ευχαριστούμε τον πρόεδρο του ΚΕΕΠΝΟ, την ΕΣΔΥ, τα Πανεπιστήμια, τις υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας των Περιφερειών που αυτή την περίοδο στρατεύονται για να στηρίξουν όχι την κυβέρνηση, όχι την πολιτική ηγεσία του υπουργείου αλλά την πολιτεία, τη χώρα και το αίσθημα ασφάλειας του πληθυσμού στον ευαίσθητο τομέα της Δημόσιας Υγείας».
Ο κ. Ξανθός εξάλλου δήλωσε μιλώντας με δημοσιογράφους ότι η ηγεσία του υπουργείου ετοιμάζει 3 νέα νομοσχέδια τα οποία θα φέρει στην Βουλή το φθινόπωρο ή το αργότερο μέχρι το τέλος του έτους για να ρυθμίσει πολλά μεγάλα θέματα τα οποία παραμένουν ανοιχτά, μεταξύ αυτών και την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Κι αυτό από μόνο του είναι μια μεγάλη είδηση καθώς υπάρχει καθυστέρηση στην νομοθετική δουλειά του ΥΥΚΑ και τα θέματα είναι πολλά και χρονίζοντα!