Η έρευνά τους -που δημοσιεύεται στο τεύχος Οκτωβρίου του περιοδικού Environmental Advances- είναι η πρώτη που διερευνά τη σχέση μεταξύ των επιπέδων τεσσάρων τύπων χημικών ουσιών PFAS στο αίμα και του ύπνου. Οι χημικές αυτές ουσίες ονομάζονται και «παντοτινά χημικά» γιατί μένουν στο περιβάλλον για πάρα πολύ καιρό.
Η μελέτη τους περιλάμβανε περισσότερους από 140 νέους ηλικίας 19 έως 24 ετών, οι οποίοι είχαν δώσει δείγματα αίματος με διαφορά αρκετών ετών στο πλαίσιο μιας ξεχωριστής μελέτης του USC για την υγεία. Περιέγραψαν επίσης τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου τους. Και οι ερευνητές διαπίστωσαν πως τέσσερις χημικές ουσίες είχαν σημαντική σχέση με την ποιότητα ή τη διάρκεια του ύπνου.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές σε δελτίο Τύπου του πανεπιστημίου, «μακροπρόθεσμα, ο κακός ύπνος έχει συνδεθεί με αποτελέσματα όπως νευρολογικά και συμπεριφορικά προβλήματα, διαβήτη τύπου 2 και νόσο Αλτσχάιμερ», ενώ η ποιότητα του ύπνου είναι ένα θέμα που μας αφορά όλους.
Οι χημικές ουσίες PFAS μπορεί να μείνουν στο περιβάλλον για δεκαετίες. Βρίσκονται σε πολλά καταναλωτικά προϊόντα, από αντικολλητικά μαγειρικά σκεύη μέχρι σαμπουάν. Μπορούμε επίσης να τις καταπιούμε με τα τρόφιμα και το νερό. Όπως σημείωσαν, άλλωστε, οι ερευνητές η συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών έχει ανιχνεύσιμα επίπεδα PFAS στο αίμα.
Τέσσερις από τους επτά τύπους PFAS που εξετάστηκαν συνδέθηκαν με προβλήματα ύπνου: τα PFDA, PFHxS, PFOA και PFOS.
Οι συμμετέχοντες που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα από τις τρεις πρώτες χημικές ουσίες στο αίμα κοιμούνταν, κατά μέσο όρο, περίπου 1 ώρα και 20 λεπτά λιγότερο κάθε βράδυ από τους συμμετέχοντες που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα.
Τα υψηλά επίπεδα PFOS στο αίμα συσχετίστηκαν με προβλήματα στον ύπνο, στη διατήρηση του ύπνου, στο ξύπνημα ή με αίσθημα κούρασης κατά τη διάρκεια της ημέρας, ανέφεραν οι ερευνητές.
Οι τέσσερις χημικές ουσίες χρησιμοποιούνταν ευρέως από τη δεκαετία του 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά έχουν καταργηθεί σε μεγάλο βαθμό, δίνοντας τη θέση τους σε άλλες χημικές ουσίες η ασφάλεια των οποίων είναι άγνωστη.
«Αυτό που μετρήσαμε στο αίμα πιθανότατα οφείλεται στην έκθεση από τη γέννηση ή ακόμη και στην προγεννητική έκθεση» των ατόμων στις ουσίες αυτές, ανέφεραν οι επιστήμονες.
Αντλώντας στοιχεία από βάσεις δεδομένων που συγκεντρώνουν έρευνες που συνδέουν χημικές ουσίες, ασθένειες και αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση για την ανάλυση των τεσσάρων τύπων PFAS, οι επιστήμονες εξέτασαν τη σύνδεση μεταξύ γονιδίων που επηρεάζονται από τα PFAS και γονιδίων που σχετίζονται με διαταραχές του ύπνου.
Από περισσότερα από 600 υποψήφια γονίδια, επτά που ενεργοποιούνται από τα PFAS φάνηκε να επηρεάζουν τον ύπνο, ανέφεραν οι ερευνητές. Το ένα ήταν ένα προσανατολισμένο στο ανοσοποιητικό γονίδιο που βοηθά στην παραγωγή της ορμόνης κορτιζόλης. Η κορτιζόλη παίζει μεγάλο ρόλο στη ρύθμιση των ρυθμών ύπνου-αφύπνισης.
Η καθεψίνη Β, ένα άλλο γονίδιο που φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο, σχετίζεται με τη μνήμη και τις δεξιότητες σκέψης, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης των πλακών που σχηματίζονται στον εγκέφαλο των ασθενών με Αλτσχάιμερ. Η νόσος Αλτσχάιμερ δε έχει τις δικές της συνδέσεις με θέματα ύπνου.
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Συμπληρώματα διατροφής: Πόσο στ’ αλήθεια χρειαζόμαστε βιταμίνες και πόσο ασφαλείς είναι
Άνδρας από την Ιταλία πέθανε από γηρατειά στα 28 του χρόνια
«Προπονητής» για την ψυχή και το σώμα στο κινητό σας – Νέο app από έλληνες επιστήμονες