Θεραπείες με «ονοματεπώνυμο» σύντομα και για καρκινοπαθείς! Ακόμη και χωρίς χημειοθεραπείες
Τη στιγμή που σε παγκόσμιο επίπεδο η στρατηγική για την θεραπεία διαφόρων μορφών καρκίνου αλλάζει και υιοθετούνται πιο φιλικές και λιγότερο τοξικές εξατομικευμένες θεραπείες βιολογικών φαρμάκων, η Ελλάδα γυρίζει την πλάτη και δεν εισάγει ούτε τιμολογεί τα νέα πρωτοποριακά σκευάσματα με αποτέλεσμα να χρεώνονται με λάθος θεραπείες και αδικαιολόγητες πανάκριβες εξετάσεις τα Ασφαλιστικά Ταμεία.
Το βασικότερο όμως είναι πως δεκάδες ασθενείς χάνουν πρόωρα τη ζωή τους ή ταλαιπωρούνται άσκοπα καθώς η χημειοθεραπεία, εκτός από τοξική, είναι πλέον και αναποτελεσματική σε πολλές περιπτώσεις ασθενών με καρκίνο.
Έλληνες ογκολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την τακτική που ακολουθείται στη χώρα μας καθώς η Ελλάδα φαντάζει να είναι δεκαετίες πίσω στο θέμα των θεραπειών.
Αποτέλεσμα βέβαια είναι οι Έλληνες ογκολόγοι , μην έχοντας άλλη θεραπευτική επιλογή, να αντλούν από τα υπάρχοντα χημειοθεραπευτικά σχήματα τις θεραπευτικές επιλογές τους προκειμένου να παρατείνουν έστω και λίγο την ζωή των ασθενών τους.
Είναι ενδεικτικό ότι πρόσφατα ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (ΦΔΑ) ενέκρινε με την μορφή του επείγοντος ένα νέο βιολογικό σκεύασμα για την θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα. Το φάρμακο προορίζεται για όσους ασθενείς πάσχουν από μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και παράλληλα έχουν υποστεί σε ένα γονίδιο τη μετάλλαξη ALK. Οι επικεφαλής του Οργανισμού γνώριζαν πως όσοι ασθενείς( περίπου το 4%) πάσχουν από την συγκεκριμένη μοριακή ανωμαλία ALK όχι μόνο δεν θα ωφελούνταν από την χημειοθεραπεία, αλλά θα βλάπτονταν κιόλας.
Γι αυτό και αποφάσισαν να δώσουν έγκριση για την χρήση του νέου φαρμάκου , το οποίο παρατείνει τη ζωή των ασθενών ακόμη και πάνω από χρόνο, αρκεί η παρασκευάστρια εταιρεία να πληρώνει το εργαστηριακό τεστ που θα πιστοποιεί την ύπαρξη της συγκεκριμένης μετάλλαξης. Πρόκειται για μια εργαστηριακή εξέταση που έχει την ονομασία FISH και μπορεί να αποδείξει αν οι ασθενείς πάσχουν από την ένοχη μετάλλαξη και επομένως θα μπορούσαν να κερδίσουν επιπλέον χρόνο ζωής λαμβάνοντας το νέο βιολογικό φάρμακο.
Η συγκεκριμένη εξέταση να σημειωθεί ότι δεν κοστίζει πάνω από 150 ευρώ και πραγματοποιείται και στη χώρα μας από εξειδικευμένα δημόσια εργαστήρια.
Σύμφωνα με τον Αν. Καθηγητή Παθολογίας Ογκολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Συρίγο «η καθιέρωση της εξατομικευμένης θεραπευτικής προσέγγισης αναμένεται να εξασφαλίσει άμεσα σε πολλούς ασθενείς με καρκίνο σημαντική παράταση και ικανοποιητική ποιότητα της ζωής τους, ενώ ελπίζεται ότι στο μέλλον θα μπορούσε να οδηγήσει στην ίαση των περισσότερων καρκινοπαθών».
Ωστόσο, όπως σημείωσε, στην Ελλάδα οι ασθενείς με καρκίνο αντιμετωπίζονται μαζικά, οι θεραπείες τους δεν εξατομικεύονται, οι ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται είναι σε πολλές περιπτώσεις περιττές ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα «επιτήδειων», οι οποίοι τους υπόσχονται να εκδώσουν το γενετικό τους προφίλ χωρίς αυτό ούτε να χρειάζεται ούτε να βοηθά στην εξέλιξη της ασθένειας τους.
Να σημειωθεί ότι το ελληνικό υπουργείο Υγείας εδώ και δύο χρόνια δεν έχει δώσει καμία άδεια για την έκδοση τιμής σε νέα σκευάσματα, τα οποία ήδη κυκλοφορούν στην Ευρώπη και έχουν αλλάξει τη ζωή χιλιάδων ασθενών.
Πάντως ορισμένες ομάδες καρκινοπαθών ευνοούνται ήδη από τις νέες θεραπείες καθώς έχουν μπει σε «πειραματικά» πρωτόκολλα όπου μάλιστα δεν πληρώνουν ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και το ελληνικό κράτος.
Πρόκειται για ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα, του μαστού, του εντέρου, του νεφρού, του εγκεφάλου και του ήπατος. Σύμφωνα με τον κ. Συρίγο η υιοθέτηση του νέου μοντέλου αντιμετώπισης των ασθενών με καρκίνο θα μπορούσε να επιφέρει δραστικές περικοπές πόρων στα συστήματα υγείας και αυτό γιατί «τα νέα φάρμακα είναι μεν πιο ακριβά, αλλά θα τα λαμβάνουν μόνο οι συγκεκριμένες, μικρές ομάδες ασθενών που έχουν βάσιμες πιθανότητες να ωφεληθούν από αυτά. Θα υπάρχει συνεχής έλεγχος της αποτελεσματικότητας της θεραπείας με μοριακούς δείκτες, ώστε να διακόπτεται έγκαιρα η χορήγησή τους, όταν η νόσος γίνεται ανθεκτική ενώ θα εξαλειφθεί το κόστος αντιμετώπισης των παρενεργειών της χημειοθεραπείας».