Τι προκαλεί ο ιός του Έμπολα και πως επηρεάζονται τα μάτια μας;
γράφει ο Ε. Γκοτζαρίδης, χειρουργός οφθαλμίατρος, ειδικός στη χειρουργική υαλοειδούς-αμφιβληστροειδούς
Ο ιός του Έμπολα, γνωστός και ως αιμορραγικός πυρετός προσβάλλει τον άνθρωπο, έχοντας κατά μέσο όρο 50% ποσοστό θνησιμότητας. Εμφανίστηκε 1η φορά το 1976 στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Από τότε έχουν καταγραφεί 23 εξάρσεις του ιού στην Αφρική με πρόσφατο κρούσμα, το οποίο καταγράφηκε το 2014 στη Δυτική Αφρική. Για περισσότερο από ένα χρόνο από τότε που Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε τον ιό του Έμπολα επείγουσα ανάγκη για τη δημόσια υγεία, τα νέα κρούσματα σε χώρες με υψηλό κίνδυνο, όπως η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε φαίνεται να μειώνονται.
Ο ιός μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, από την άμεση επαφή με τα υγρά του σώματος όπως το αίμα. Από εργαστηριακές μελέτες δεν έχει καταγραφεί μετάδοση του ιού μέσω του αέρα. Χαρακτηριστικά συμπτώματα του ιού περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, πονοκεφάλους, πονόλαιμο, μυϊκούς πόνους, έμετο, διάρροια αλλά και εξανθήματα στο σώμα. Σε προχωρημένο στάδιο παρατηρείται μειωμένη λειτουργία των νεφρών και του ήπατος. Τα συμπτώματα αυτά συνοδεύονται και από αιμορραγία. Τα παραπάνω συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται 8-10 μέρες περίπου κατά μέσο όρο μετά την προσβολή από τον ιό.
Μετά την ανάρρωση έχουν καταγραφεί ορισμένες παρενέργειες όπως οι πόνοι των αρθρώσεων, η ανορεξία, οι διαταραχές ψυχολογίας και διάθεσης και η ραγοειδίτιδα (φλεγμονή στο ραγοειδή χιτώνα του ματιού, ο οποίος φέρει πολλά αιμοφόρα αγγεία). Ο ραγοειδής χιτώνας αυτός μεταφέρει θρεπτικά στοιχεία στον αμφιβληστροειδή και βελτιώνει την αντίθεση της εικόνας που βλέπουμε, μειώνοντας το ανακλώμενο φως που εισέρχεται στο μάτι μας.
Πώς προσβάλλει ο ιός του Έμπολα τα μάτια μας και τι προκαλεί;
Τα μάτια αποτελούν πύλη εισόδου του ιού, όπως είναι και η μύτη, το στόμα, αλλά και οι ανοιχτές πληγές του δέρματος. Όπως αναφέραμε παραπάνω η αιμορραγία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιού.
Στοιχεία του ιού έχουν βρεθεί επίσης στα δάκρυα, αλλά και στο υδατοειδές υγρό, το οποίο ρέει στο πρόσθιο μέρος του ματιού. Το υδατοειδές υγρό αν δεν κυκλοφορεί σωστά προκαλεί αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης. Σύμφωνα με μελέτες η επιπλοκή αυτή συνδέεται άμεσα με τη ραγοειδίτιδα.
Έρευνες έχουν δείξει ότι ακόμη και μετά από ορισμένους μήνες από την επιβίωση ασθενών από τον ιό του Έμπολα, μπορούν να παρατηρηθούν επιπλοκές-διαταραχές στην όραση και φλεγμονές εντός του οφθαλμού. Μεταξύ αυτών αξίζει να αναφέρουμε ότι ένα ποσοστό 40% των ασθενών που επιβιώνουν από τον ιό έχουν μαύρες κηλίδες στο οπτικό τους πεδίο (σκοτώματα), θολή όραση, πόνο μέσα στο βολβό και φλεγμονές, όπως η ραγοειδίτιδα και η σκληρίτιδα (φλεγμονή στο σκληρό χιτώνα). Οι ερευνητές τις συγκεκριμένης μελέτης αναφέρουν ότι αυτές οι επιπλοκές μπορούν να εμφανιστούν ακόμη και 9 μήνες μετά την ανάρρωση.
Ποια είναι τα συμπτώματα του Έμπολα στα μάτια μας;
Οφθαλμικά συμπτώματα του ιού μπορεί να είναι και η κοινή επιπεφυκίτιδα, ενώ σε προχωρημένα στάδια μπορεί να εμφανιστεί σοβαρή αιμορραγία στον επιπεφυκότα (βλεννογόνος που καλύπτει το σκληρό χιτώνα). Ακραίες επιδράσεις του ιού στα μάτια αποτελούν και οι αιμορραγίες του χοριοειδούς που δυνητικά μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στην τύφλωση.
Ενδιαφέρουσα μελέτη σε πιθήκους έδειξε ότι μερικές μέρες μετά την προσβολή από τον ιό του Έμπολα εμφανίστηκε οίδημα (πρήξιμο) στα βλέφαρα. Γενικά στοιχεία του ιού μπορούν να βρεθούν και γύρω από το οπτικό νεύρο, επιφέροντας αλλοιώσεις στην περιφερική κυρίως όραση των ασθενών.
Άλλα συμπτώματα που εμφανίζονται στα μάτια είναι η απώλεια όρασης, η φωτοευαισθησία και η έντονη δακρύρροια.
Όπως είδαμε υπάρχουν πολλά συμπτώματα και επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει ο ιός του Έμπολα στα μάτια μας. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι επίδραση του ιού μπορεί να παραμείνει αρκετό καιρό μετά την ανάρρωση του ασθενούς. Αναμένουμε και άλλες μελέτες προκειμένου να καθορίσουμε τα κλινικά χαρακτηριστικά της ραγοειδίτιδας (ως η πιο κοινά καταγεγραμμένη επιπλοκή), καθώς αποτελεί προτεραιότητα για τους οφθαλμιάτρους. Παρόμοια ευρήματα δεν αφορούν μόνο τους επιβιώσαντες από τον ιό, αλλά και όλους τους φορείς.
Σε κάθε περίπτωση υποψίας λοίμωξης από τον ιό, ο ασθενής θα πρέπει να υποστηρίζεται άμεσα από την κατάλληλη θεραπεία, αλλά και να ειδοποιείται η αρμόδια αρχή υγειονομικής περίθαλψης, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για την αποφυγή περαιτέρω εξάπλωσης του ιού.