Ο εγκέφαλός μας είναι «προγραμματισμένος» να μαθαίνει περισσότερα από ανθρώπους που μας αρέσουν και λιγότερα από αυτούς που αντιπαθούμε. Αυτό έδειξαν ερευνητές της γνωστικής νευροεπιστήμης σε σειρά πειραμάτων.
Η μνήμη εξυπηρετεί μια ζωτική λειτουργία, επιτρέποντάς μας να μαθαίνουμε από νέες εμπειρίες και να επικαιροποιούμε την υπάρχουσα γνώση.
Μαθαίνουμε τόσο από μεμονωμένες εμπειρίες όσο και από τη σύνδεσή τους, για να βγάλουμε νέα συμπεράσματα για τον κόσμο.
Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για πράγματα από τα οποία δεν έχουμε απαραίτητα άμεση εμπειρία. Αυτό ονομάζεται ενσωμάτωση στη μνήμη και κάνει τη μάθηση γρήγορη και ευέλικτη ως διαδικασία.
Η Inês Bramão, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Lund, παρέχει ένα παράδειγμα ενσωμάτωσης στη μνήμη:
Ας πούμε ότι περπατάτε σε ένα πάρκο.
Βλέπετε έναν άντρα με ένα σκύλο.
Λίγες ώρες αργότερα, βλέπετε τον ίδιο σκύλο στην πόλη με μια γυναίκα.
Ο εγκέφαλός σας κάνει γρήγορα τη σύνδεση ότι ο άντρας και η γυναίκα είναι ζευγάρι, παρόλο που δεν τους έχετε δει ποτέ μαζί.
«Η εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων είναι μια προσαρμοστική και βοηθητική διαδικασία. Αλλά, φυσικά, υπάρχει ο κίνδυνος ο εγκέφαλός μας να βγάλει εσφαλμένα συμπεράσματα ή να θυμάται επιλεκτικά», λέει η Inês Bramão.
Σημαντικό ποιος παρέχει τις πληροφορίες
Για να εξετάσει τι επηρεάζει την ικανότητά μας να μαθαίνουμε και να βγάζουμε συμπεράσματα, η Inês Bramão, μαζί με τους συναδέλφους της Marius Boeltzig και Mikael Johansson, «έτρεξαν» μια σειρά από πειράματα όπου οι συμμετέχοντες είχαν να φέρουν σε πέρας μία αποστολή: να θυμούνται και να συνδέουν διαφορετικά αντικείμενα.
Θα μπορούσε να είναι ένα μπολ, μια μπάλα, ένα κουτάλι, ένα ψαλίδι ή άλλα καθημερινά αντικείμενα.
Αποδείχθηκε ότι η ενσωμάτωση στη μνήμη, δηλαδή η ικανότητα να θυμόμαστε και να συνδέουμε πληροφορίες, επηρεάστηκε από το ποιος τις παρουσίαζε. Εάν ήταν ένα άτομο που άρεσε στον συμμετέχοντα, η σύνδεση των πληροφοριών ήταν ευκολότερη απ’ ό,τι όταν οι πληροφορίες προέρχονταν από κάποιον που δεν του άρεσε.
Οι συμμετέχοντες προσδιόρισαν καθένας με τα δικά του κριτήρια το «μου αρέσει» και το «δεν μου αρέσει», με βάση χαρακτηριστικά όπως οι πολιτικές απόψεις, το πτυχίο, οι διατροφικές συνήθειες, τα αγαπημένα αθλήματα, τα χόμπι και η μουσική.
Εφαρμογή στην πραγματική ζωή
Τα ευρήματα μπορούν να εφαρμοστούν και στην πραγματική ζωή, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η Inês Bramão παίρνει ένα υποθετικό παράδειγμα από την πολιτική:
«Ένα πολιτικό κόμμα υποστηρίζει την αύξηση των φόρων προς όφελος της υγειονομικής περίθαλψης. Αργότερα, επισκέπτεστε ένα κέντρο υγειονομικής περίθαλψης και παρατηρείτε ότι έχουν γίνει βελτιώσεις. Εάν ταυτίζεστε με το κόμμα που ήθελε να βελτιώσει την υγειονομική περίθαλψη μέσω της αύξησης των φόρων, είναι πιθανό να αποδώσετε τις βελτιώσεις στην αύξηση των φόρων, παρόλο που μπορεί να οφείλεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό».
Θεμελιώδεις μηχανισμοί
Έχουν γίνει ήδη πολλές έρευνες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν πληροφορίες διαφορετικά ανάλογα με την πηγή και το πώς αυτό επηρεάζει την αντίσταση στη γνώση.
«Αυτό που δείχνει η έρευνά μας είναι πώς αυτά τα σημαντικά φαινόμενα μπορούν εν μέρει να οφείλονται στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τον τρόπο λειτουργίας της μνήμης μας», λέει ο Mikael Johansson, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Lund.
Είμαστε περισσότερο διατεθειμένοι να δημιουργούμε νέες συνδέσεις και να επικαιροποιήσουμε τις γνώσεις μας από πληροφορίες που παρουσιάζονται από ομάδες που προτιμάμε.
«Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι ότι ενσωματώνουμε τις πληροφορίες διαφορετικά ανάλογα με το ποιος λέει κάτι, ακόμη και όταν οι πληροφορίες είναι εντελώς ουδέτερες. Στην πραγματική ζωή, όπου οι πληροφορίες συχνά προκαλούν εντονότερες αντιδράσεις, τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο εμφανή», λέει ο Mikael Johansson.
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πώς fast food και παχυσαρκία μπορεί να επηρεάζουν τον εγκέφαλο
Ένας στους επτά ενήλικες δεν πιστεύει ότι υπάρχει κλιματική αλλαγή