Πριν από μόλις λίγα εικοσιτετράωρα η διάσημη ηθοποιός του Hollywood Τζένιφερ Άνιστον προχώρησε σε μία συγκλονιστική εξομολόγηση λέγοντας πως ‘’έχω υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση, έπινα κινέζικα τσάγια, έκανα ό,τι μπορείς να φανταστείς. Έκανα τα πάντα. Θα έδινα τα πάντα για να μου είχε πει κάποιος κατάψυξε τα ωάρια σου’’.
Οι δηλώσεις αυτές αποτελούν ένα ηχηρό παράδειγμα της σημαντικής έλλειψης ενημέρωσης που παρατηρείται στις σύγχρονες κοινωνίες περί θεμάτων γονιμότητας.
Το σημαντικό αυτό ζήτημα αναδεικνύεται και στην χώρα μας με βάση τα δεδομένα της πρόσφατης έρευνας που διενήργησε η MRB στην Ελλάδα για λογαριασμό της Ελληνικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής.
Η έρευνα αυτή είχε καταγράψει τις τάσεις και τις αντιλήψεις που η σύγχρονη κοινωνία έχει υιοθετήσει σε σχέση με τα θέματα γονιμότητας.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής δεδομένα:
- 1 στους 3 ερωτώμενους δηλώνει ότι η γυναικεία γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται συνήθως στις ηλικίες των 46-55 ετών.
Τα ισχύοντα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως η κορύφωση του αναπαραγωγικού δυναμικού της γυναίκας παρουσιάζεται στην 3η δεκαετία της ζωής της, δηλαδή μεταξύ 20 – 30 ετών. Από τα 30 έτη και μετά παρατηρείται μία σταδιακή έκπτωση του δυναμικού αυτού, η οποία εντείνεται μετά τα 35 και κορυφώνεται μετά τα 40.
Ενδεικτικά αναφέρεται πως στα 36 έτη υπολογίζεται πως έχει ‘’χαθεί’’ το 80% περίπου του αποθέματος ωαρίων που έχει μία γυναίκα στη διάθεσή της. Επίσης, η υποβάθμιση του αναπαραγωγικού δυναμικού δεν αφορά μόνο τον αριθμό των ωαρίων, αλλά και τη ποιότητά τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση της πιθανότητας αποβολών και χρωμοσωμικών ανωμαλιών στα έμβρυα, ειδικά μετά την ηλικία των 40 ετών.
- Περίπου το 70% των ερωτηθέντων συμφωνούν με την άποψη ότι η καλή υγεία και φυσική κατάσταση της γυναίκας μετά τα 40 μπορεί να εξασφαλίσει τη γονιμότητα της και τη δυνατότητα της να τεκνοποιήσει φυσιολογικά ανεξαρτήτου ηλικίας.
Πράγματι μελέτες δείχνουν πως η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ισορροπημένη διατροφή, άσκηση και αποφυγή καταχρήσεων, επιδρά σημαντικά στην διατήρηση της ‘’υγείας’’ του αναπαραγωγικού συστήματος, τόσο του άνδρα, όσο και της γυναίκας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ευεξία που προσφέρει ο υγιεινός τρόπος ζωής επιδρά θετικά στο μεταβολισμό με αποτέλεσμα να νιώθουμε νεότεροι, με βιολογική ηλικία ενδεχομένως μικρότερη της χρονολογικής.
Ωστόσο, η ευεργετική αυτή επίδραση δεν μπορεί να υπερκεράσει τη ‘’φυσική φθορά’’ του αναπαραγωγικού δυναμικού που σχετίζεται με την χρονολογική ηλικία και παρατηρείται με την πρόοδο της ηλικίας τόσο του άνδρα, όσο και της γυναίκας.
- Το 47,9% δηλώνει ότι οι πιθανότητες εγκυμοσύνης στην ηλικία των 40 ετών κυμαίνονται από το 30-50%. Λιγότερο από το 7,7% των ερωτηθέντων φαίνεται να έχουν σωστή ενημέρωση και καταθέτουν ότι το ποσοστό επιτυχίας με φυσική σύλληψη στις γυναίκες αυτής της ηλικιακής ομάδας είναι σημαντικά χαμηλό, αναγνωρίζοντας την σημαντική μείωση της πιθανότητας τεκνοποίησης στην ηλικία των 40 ετών. Επιπροσθέτως, υπερεκτιμούν και τις δυνατότητες της εξωσωματικής γονιμοποίησης στα τέλη της δεκαετίας των 30.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η πιθανότητα επίτευξης κύησης σε κάθε καταμήνιο κύκλο είναι περίπου 30%, ακόμα και όταν το ζευγάρι βρίσκεται στην φάση της κορύφωσης του αναπαραγωγικού του δυναμικού. Για τον λόγο αυτό ένα ζευγάρι θεωρείται πως αντιμετωπίζει υπογονιμότητα μετά από ένα έτος τακτικών ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Μετά τα 40 έτη η πιθανότητα επίτευξης φυσικής σύλληψης σε κάθε κύκλο είναι σημαντικά μειωμένη σε ποσοστό που υπολογίζεται να είναι μικρότερο του 5% ανά μήνα.
Επιπρόσθετα, και η επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης μειώνεται σημαντικά μετά τα 40 έτη, με το ποσοστό επιτυχίας να είναι μικρότερο του 10%. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως οι μέθοδοι εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν μπορούν να υπερκεράσουν απόλυτα τα εμπόδια που θέτει αναμενόμενα η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία. Τα ‘’εμπόδια’’ αυτά σχετίζονται με μείωση του αριθμού και της ποιότητα των ωαρίων, αλλά και με σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας και της γονιμοποιητικής ικανότητας του σπέρματος.
- 1 στους 3 ερωτώμενους άνδρες και 1 στις 4 γυναίκες αναφέρει ότι η ανδρική υπογονιμότητα αρχίζει να μειώνεται στην ηλικία των 56+.
Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα η έκπτωση του αναπαραγωγικού δυναμικού του άντρα αρχίζει σταδιακά μετά τα 40 έτη, ενώ γίνεται έντονη μετά τα 45 έτη. Ωστόσο ‘’εκφράζεται’’ με διαφορετικό τρόπο από ότι στις γυναίκες, λιγότερο αιφνίδια και σε μικρότερη ένταση . Η αυξημένη αναπαραγωγική ηλικία του άντρα σχετίζεται με υποβάθμιση των χαρακτηριστικών του σπέρματος, όπως είναι η συγκέντρωση και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, αλλά και με αύξηση του ποσοστού των σπερματοζωαρίων που φέρουν ‘’κατακερματισμένο’’ γενετικό υλικό.
Αυτό σημαίνει πως αν και μπορεί το σπέρμα να έχει γονιμοποιητική ικανότητα, έστω και μειωμένη, αυτή δεν αρκεί ώστε μία κύηση να εξελιχθεί ομαλά. Ο κατακερματισμός του DNA των σπερματοζωαρίων σχετίζεται με σημαντική αύξηση της πιθανότητας επιπλοκών στην κύηση και αποβολών.
Συμπεράσματα της μελέτης
Από τα παραπάνω δεδομένα καθίσταται εμφανής η ουσιαστική ανάγκη για την πραγματοποίηση εκστρατείας ενημέρωσης περί θεμάτων γονιμότητας και αναπαραγωγικής υγείας, ειδικά όσον αφορά την επίπτωση που έχει η ηλικία στο αναπαραγωγικό δυναμικό τόσο του άντρα, όσο και της γυναίκας.
Είναι δεδομένο πως η σύγχρονη κοινωνία, όπου οι προτεραιότητες και οι ανάγκες έχουν αλλάξει σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν και για τα δύο φύλλα, επηρεάζει σημαντικά τον σχεδιασμό του οικογενειακού προγραμματισμού και την τεκνοποίηση, όταν και εφόσον αυτή αποτελεί επιλογή. Το ζήτημα είναι ο σχεδιασμός αυτός να πραγματοποιείται έπειτα από ορθή ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου και έπειτα από αναλυτική παρουσίαση της ορθής ‘’διάστασης’’ της επίδρασης της ηλικίας στο αναπαραγωγικό δυναμικό, ώστε ο καθένας να μπορεί να λάβει ‘’ενημερωμένες’’ αποφάσεις.
Η επιστήμη της Ιατρικής δεν μπορεί να ξεπεράσει όλους τους ‘’φραγμούς’’ που θέτει η φύση, ωστόσο μπορεί να δώσει εναλλακτικές επιλογές όπως είναι η κρυοσυντήρηση του γενετικού υλικού με σκοπό τη διαφύλαξη του αναπαραγωγικού δυναμικού. Το σημαντικό είναι να γίνει αντιληπτό πως η υπογονιμότητα λόγω προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας αφορά και τα δύο φύλλα και πως ανάλογα με τις διαφορές στη ‘’φυσιολογία της γήρανσης του αναπαραγωγικού συστήματος’’ μεταξύ των δύο φύλων, υπάρχουν διαθέσιμες επιλογές με σκοπό την επιτυχημένη ολοκλήρωση του οικογενειακού προγραμματισμού και της τεκνοποίησης, όταν αυτή αποτελεί επιθυμητή επιλογή.