«Τα αποτελέσματα αυτά υπογραμμίζουν περαιτέρω τα κλινικά οφέλη που προσφέρει η νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL για τα άτομα με διαβήτη, σε όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Riccardo Perfetti, Senior Medical Officer, Vice President Global Medical Affairs, Diabetes Division, Sanofi. «Έρχονται να ενισχύσουν τα ευρήματα του προγράμματος EDITION για τον έλεγχο του σακχάρου, γεγονός που αποδεικνύει ότι η νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL μπορεί να προσφέρει παρατεταμένη μείωση του σακχάρου στο αίμα, ενώ παράλληλα μειώνει τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας, σε σύγκριση με την ινσουλίνη glargine 100 U/mL. Καθώς η ινσουλίνη glargine 300U/mL κυκλοφορεί όλο και σε περισσότερες χώρες ενισχύεται συνεχώς η θέση της από τις θετικές αναλύσεις του προγράμματος EDITION».
Ο καθηγητής Robert Ritzel από το Μόναχο, Επικεφαλής Συντάκτης της μετα-ανάλυσης, σχολίασε: «Ο διαρκής έλεγχος του σακχάρου του αίματος είναι σημαντικός για την συμμόρφωση στη θεραπεία και την θετική έκβασή της στο διαβήτη τύπου 2. Η μετα-ανάλυση αυτή επιβεβαιώνει ότι η νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL επιτυγχάνει την διαρκή ρύθμιση των επιπέδων της γλυκόζης πλάσματος ενώ επιτρέπει την επιθετική τιτλοποίηση της ινσουλίνης, χωρίς ταυτόχρονα αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας, διατηρώντας τα οφέλη αυτά μακροπρόθεσμα. Οφέλη όπως, τον χαμηλότερο κίνδυνο υπογλυκαιμίας οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας και της νύχτας και τη μικρότερη αύξηση του σωματικού βάρους, παράλληλα με τη μεγαλύτερη μείωση της HbA1c μετά από 1 έτος θεραπείας, συγκριτικά με την ινσουλίνη glargine 100 U/mL.»
Η μελέτη EDITION 1, 2 και 3 αξιολόγησε την νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL έναντι της ινσουλίνης glargine 100 U/mL σε ένα ποικίλο πληθυσμό ατόμων με διαβήτη τύπου 2. Μία ασθενοκεντρική μετα-ανάλυση δεδομένων ενός έτους διεξήχθη. Ο έλεγχος σακχάρου στο αίμα διατηρήθηκε και στις δύο ομάδες. Παρά ταύτα η νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL πέτυχε πιο παρατεταμένη μείωση της HbA1c κατά τη διάρκεια ενός έτους (LS mean difference [95% confidence interval (CI)] between groups in HbA1c change from baseline −0.10 [−0.18 to −0.02] %; p=0.0174). Υπήρξε μείωση του κινδύνου της επιβεβαιωμένης (≤70 mg / dL) ή σοβαρής υπογλυκαιμίας σε όλες τις ώρες του 24ώρου (ποσοστό των ανθρώπων ≥1 περιστατικού, σχετικός κίνδυνος [95% CI] 0,94 [0,90 – 0,98]) και κατά τη διάρκεια της νύχτας (00: 00-05: 59 ώρες) (RR 0,85 [0,77 – 0,92]) σε σχέση με την νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL. Η αύξηση του βάρους ήταν μικρότερη με την νέας γενιάς βασική ινσουλίνη (Ινσουλίνη glargine 300 U/mL) έναντι της Ινσουλίνης glargine 100 U/mL (LS mean difference in change from baseline to 1 year: 0.40 kg; p=0.0117). Η διαφορά στη δόση της ινσουλίνης κατά τους έξι μήνες παρέμεινε κατά τη διάρκεια του ενός έτους.
Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν κατά το 51ο Ετήσιο Συνέδριο της οµάδας µελέτης για το διαβήτη και τη διατροφή της ευρωπαϊκής ένωσης στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Η περίληψη της μετα-ανάλυσης: Patient-level meta-analysis of 1y phase 3a EDITION type 2 diabetes mellitus studies: glycaemic control and hypoglycaemia with insulin glargine 300 U/ml (Gla-300) vs glargine 100 U/ml (Gla-100). (Ritzel et al. Poster presentation #975).
Παρά το γεγονός ότι η βασική ινσουλίνη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας του διαβήτη για δεκαετίες, σημαντικές ανεκπλήρωτες ιατρικές ανάγκες συνθέτουν την σημερινή πραγματικότητα, με το ήμισυ σχεδόν των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία να μην επιτυγχάνουν τους στόχους τους σε σχέση με τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. 2-7 Επιπλέον, δεν χορηγείται πολλές φορές η απαιτούμενη δόση ινσουλίνης τόσο κατά την αρχική τιτλοποίηση, όσο και στη συνέχεια της αγωγής.
Η νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL είναι μία άπαξ ημερησίως βασική ινσουλίνη βασισμένη στο μόριο της ινσουλίνης glargine που χρησιμοποιείται ευρέως και κατέχει ένα καλά τεκμηριωμένο προφίλ οφέλους-κινδύνου.8 Η συμπυκνωμένη «αποθήκη» της (depot) στον υποδόριο ιστό οδηγεί σε ένα πιο σταθερό και πιο παρατεταμένο φαρμακοκινητικό/φαρμακοδυναμικό (PK/PD) προφίλ.9-11 Η νέας γενιάς βασική ινσουλίνη glargine 300 U/mL έχει εγκριθεί από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον τομέα Υγείας της Κυβέρνησης του Καναδά, τη Διεύθυνση Θεραπευτικών Αγαθών της Αυστραλίας, και το MHLW στην Ιαπωνία, και είναι υπό εξέταση και από άλλες ρυθμιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο.