ΥΓΕΙΑ: Πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες διαδερμικές εμφυτεύσεις ορθοτοπικής τριγλώχινας βαλβίδας

  • Ρούλα Τσουλέα
τριχλώχινας
Η τριγλώχινα βαλβίδα είναι μία από τις τέσσερις βασικές βαλβίδες της καρδιάς. Η ανεπάρκειά της προκαλεί παλινδρόμηση του αίματος.

Με απόλυτη επιτυχία στέφθηκαν οι πρώτες στην Ελλάδα διαδερμικές εμφυτεύσεις τριγλώχινας βαλβίδας σε ασθενείς με βαριά συμπτωματική ανεπάρκεια της γηγενούς βαλβίδας. Οι ασθενείς που επελέγησαν δεν μπορούσαν να υποβληθούν σε άλλη χειρουργική ή επεμβατική θεραπεία.

Η επεμβάσεις διενεργήθηκαν από τους ιατρούς του Τμήματος Διαδερμικών Βαλβίδων του ΥΓΕΙΑ, υπό τη διεύθυνση του επεμβατικού καρδιολόγου δρος Κωνσταντίνου Σπάργια.

Όπως ανακοίνωσε το νοσοκομείο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι το πρώτο εκτός Γερμανίας όπου εφαρμόζεται η μέθοδος.

Η ανεπάρκεια της τριγλώχινας βαλβίδας είναι η δεύτερη συχνότερη βαλβιδοπάθεια στις αναπτυγμένες χώρες. Οι πάσχοντες σπανίως υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης. Και αυτό, διότι ο κίνδυνος της επέμβασης είναι μεγάλος και τα αποτελέσματα επισφαλή.

Εναλλακτικά οι ασθενείς αυτοί αντιμετωπίζονται διαδερμικά με κλιπς ή βαλβίδες οι οποίες τοποθετούνται ετεροτοπικά (δηλαδή σε θέσεις μακριά από την τριγλώχινα).

Η νέα μέθοδος διαδερμικής εμφύτευσης εφαρμόζεται ορθοτοπικά, δηλαδή στην ανατομική θέση της τριγλώχινας. Με αυτό τον τρόπο προσφέρει μία πλήρη και ολοκληρωμένη θεραπεία ελαχίστου κινδύνου.

Η μέθοδος συμπεριλαμβάνει την εμφύτευση μίας βιολογικής, βόειας βαλβίδας μέσω παρακέντησης από τη φλέβα του ποδιού. Δεν διενεργείται χειρουργική διάνοιξη του στέρνου. Η νοσηλεία στο νοσοκομείο διαρκεί 2-3 ημέρες. Ο ασθενής επιστρέφει αμέσως στις καθημερινές δραστηριότητές του.

Όπως εξήγησε ο δρ Σπάργιας, η εν λόγω μέθοδος της εμφύτευσης τριγλώχινας βαλβίδας λέγεται EVOQUE. Έλαβε την έγκριση από τις αρμόδιες ρυθμιστικές Αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από λίγους μήνες. Στις ΗΠΑ εγκρίθηκε πριν από λίγες ημέρες.

Σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εφαρμοσθεί σε λιγότερους από 1.000 ασθενείς και σε επιλεγμένα εξειδικευμένα κέντρα. Οι κλινικές μελέτες με αυτήν έχουν δείξει θεαματική βελτίωση των συμπτωμάτων και της ποιότητας ζωής των πασχόντων. «Η μέθοδος αυτή αναμφίβολα θα προσφέρει μία πολύ αποτελεσματική αλλά και σχετικά απλή και ακίνδυνη θεραπευτική λύση σε πολλούς ασθενείς», καταλήγει ο δρ Σπάργιας.