Οι περισσότεροι μάλιστα και κυρίως όσοι παρατηρούν τον εαυτό τους στον καθρέφτη μόνο ανφάς αγνοούν το μέγεθος του πηγουνιού τους και την επίδραση που έχει στην εμφάνιση της μύτης και γενικά του προσώπου.
Συχνά το μικρό πηγούνι είναι και η βασική αιτία που η μύτη φαίνεται ιδιαίτερα μεγάλη ή να πέφτει πολύ.
«Η συμμετρία και η αρμονία των αναλογιών συντελούν στη διαμόρφωση ενός όμορφου προσώπου, χαρακτηρισμός που ανάλογα με το φύλο έχει διαφορετικά κριτήρια προσδιορισμού. Το μέγεθος και το σχήμα του πηγουνιού των ανδρών θεωρούνται, στις περισσότερες κοινωνίες, χαρακτηριστικά ανδρισμού και δυναμισμού και ως εκ τούτου βοηθούν, όσους τα διαθέτουν, στην κατάκτηση υψηλότερων θέσεων τόσο σε κατ’ εξοχήν ανδρικά επαγγέλματα, όσο και… στις γυναικείες καρδιές.
Αντιθέτως, λιγότερο ελκυστικά θεωρούνται τα μικρά και στενά πηγούνια, καθώς συνδέονται με πιο θηλυκή εμφάνιση. Και στα δύο φύλα, όμως, όταν το πηγούνι δεν βρίσκεται σε ευθεία κάθετη γραμμή με το άνω και το κάτω χείλος αλλά πιο μέσα η εικόνα του προσώπου ασχημαίνει, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει προεξέχουσα μύτη», σημειώνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
«Όσο μικρότερο είναι το πηγούνι τόσο μεγαλύτερη φαίνεται η μύτη και αντίθετα όσο μεγαλύτερο είναι το πηγούνι τόσο μικρότερη φαίνεται η μύτη ιδίως στο προφίλ. Η πλαστική του πηγουνιού -πωγωνοπλαστική ή αλλιώς γενειοπλαστική- είναι μια επέμβαση που συχνά εκτελείται ταυτόχρονα με άλλες αισθητικές επεμβάσεις προσώπου, όπως ρινοπλαστική, facelift και λιποαναρρόφηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και ανεξάρτητα. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να βελτιώσουν το γενικότερο προφίλ τους, αλλάζοντας το πηγούνι τους ταυτόχρονα με τη μύτη τους, υποβάλλονται σε προφιλοπλαστική.
Ο συνηθέστερος συνδυασμός είναι η αύξηση του μεγέθους του πηγουνιού με ταυτόχρονη σμίκρυνση του μεγέθους της μύτης», συμπληρώνει. Δεδομένου δε ότι σε ορισμένους ανθρώπους με προεξέχουσα μύτη μπορεί να υπάρχουν περιορισμοί στο ποσοστό μείωσης του μήκους της, μια αύξηση στο πηγούνι θα μπορούσε να δείξει τη μύτη μικρότερη, χαρίζοντας ένα πιο συμμετρικό προφίλ.
Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις μεγαλύτερου πηγουνιού, όπου επιβάλλεται η υποβολή του ασθενή σε επέμβαση σμίκρυνσής του, κατά την οποία ο χειρουργός αφαιρεί ή μετακινεί τμήμα του οστού της κάτω σιαγόνας.
Η εκτίμηση των αναλογιών του προσώπου, των μετρήσεων και των σχέσεων των οστικών δομών και των μαλακών ιστών του προσώπου βοηθά τους χειρουργούς στην προεγχειρητική σχεδίαση και στον προσδιορισμό των στόχων της χειρουργικής επέμβασης. Η απόφαση για την επέμβαση πρέπει να λαμβάνεται μετά από σκέψη, ανάλυση και διάλογο μεταξύ του ασθενή και του πλαστικού χειρουργού.
Για την οπτικοποίηση των επιλογών υπάρχουν αξιόπιστα τεχνολογικά μέσα και συνεπώς το αποτέλεσμα καθίσταται ευκολότερα κατανοητό. Ο ασθενής έχει τον τρόπο να εξηγήσει στον χειρουργό το επιθυμητό προφίλ, ενώ ο ρινοπλαστικός μπορεί να προτείνει στον ασθενή και να αιτιολογήσει τις προτάσεις του με πιο “απτό” τρόπο. Η τρισδιάστατη απεικόνιση της εικόνας του ασθενή στην οθόνη ενός υπολογιστή επιτρέπει τη σύγκριση του υπάρχοντος προφίλ με το αναμενόμενο, αποκλείοντας μ’ αυτόν τον τρόπο παρανοήσεις και από τις δύο πλευρές.
Τα αλλοπλαστικά ενθέματα (συνηθέστερα σιλικόνης) για το πηγούνι και η ολισθαίνουσα γενειοπλαστική αντιπροσωπεύουν τις κύριες αποδεκτές μεθόδους αύξησης των πηγουνιών.
Στην ολισθαίνουσα γίνεται οστεοτομία στην κάτω γνάθο και μετακίνηση του τμήματος προς τα μπροστά όταν θέλουμε αύξηση του μεγέθους του πηγουνιού, ενώ όταν θέλουμε σμίκρυνση του μεγέθους η μετακίνηση γίνεται προς τα πίσω. Διεθνώς η συνηθέστερη μέθοδος είναι με χρήση ενθεμάτων.
Η πωγωνοπλαστική γίνεται με τοπική ή γενική αναισθησία και διαρκεί 30-45 λεπτά ενώ συνήθως προφιλοπλαστική γίνεται με γενική αναισθησία και η διάρκειά της κυμαίνεται μεταξύ 2-3 ωρών. Τα ενθέματα για τη γενειοπλαστική διατίθενται σε μια ποικιλία σχημάτων και μεγεθών, για να ταιριάζουν με την αρχιτεκτονική του ασθενούς. Εισάγονται είτε από το στόμα με μια τομή κάτω από τη γλώσσα, είτε συνηθέστερα από μια λεπτή οριζόντια τομή του δέρματος που κρύβεται κάτω από το πηγούνι. Ο ασθενής εξέρχεται του νοσοκομείου την επόμενη ημέρα, φορώντας ειδικό επίδεσμο επί 48 ώρες.
Μια μέρα μετά γίνεται και η αφαίρεση του ήπιου πωματισμού ρινός, ενώ μια εβδομάδα αργότερα από την επέμβαση αφαιρείται ο μικρός νάρθηκας που έχει τοποθετηθεί στη ράχη της μύτης. Τα ράμματα από τη γενειοπλαστική εξαφανίζονται μετά από 1-2 βδομάδες, ενώ η γενική επαναφορά αναμένεται μετά από 7-8 ημέρες, οπότε ο ασθενής επιστρέφει στην εργασία του. Δεν απαιτούνται καθόλου αναλγητικά, ενώ προληπτικά δίδονται αντιβιοτικά για μία εβδομάδα.
Μετά την υποχώρηση του οιδήματος και των εκχυμώσεων ο ασθενής μπορεί πλέον να έχει εικόνα του τελικού αποτελέσματος. Στην παρουσία του οιδήματος οφείλεται και ο ενδεχόμενος μικρός περιορισμός της λειτουργικότητας ή η αίσθηση μουδιάσματος του κάτω χείλους, συμπτώματα που υποχωρούν εντός της εβδομάδας.
Σύμφωνα με τον Δρ. Μοιρέα, τα οφέλη από την ταυτόχρονη διεξαγωγή δύο επεμβάσεων πλαστικής χειρουργικής είναι πολλαπλά.
Καταρχάς ο ασθενής δεν χρειάζεται να εξασφαλίσει χρόνο για την ανάκαμψη από κάθε μεμονωμένη επέμβαση. Εκτός από την εξοικονόμηση χρόνου, ο συνδυασμός ρινοπλαστικής και αυξητικής πηγουνιού μπορεί να μειώσει το συνολικό κόστος. Οι ασθενείς καταβάλλουν μεν το τίμημα για τις δύο επεμβάσεις, εξοικονομούν δε τα χρήματα που θα πλήρωναν για τη δεύτερη αναισθησία και τη χρήση της χειρουργικής αίθουσας και του εξοπλισμού.
Οι συνδυαστικές πλαστικές επεμβάσεις, όμως, κυρίως ενισχύουν το αισθητικό αποτέλεσμα, γεγονός που αποτυπώθηκε και στα αποτελέσματα μελέτης που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βερόνα. Σύμφωνα με αυτά, το 52% εκείνων που υποβλήθηκαν σε αύξηση του πηγουνιού τους, είχαν σταθερό προφίλ τρία χρόνια μετά την επέμβαση, καθώς το μήκος του πηγουνιού τους δεν άλλαξε περισσότερο από ένα χιλιοστό.
Σε κάθε περίπτωση όμως «εάν το τελικό αποτέλεσμα δεν ικανοποιήσει τον ασθενή, το υπάρχον εμφύτευμα μπορεί να αφαιρεθεί και να τοποθετηθεί ένα άλλο, διαφορετικού μεγέθους ή σχήματος, αν και με την τρισδιάστατη απεικόνιση του προσώπου προεγχειρητικά είναι απίθανη μια τέτοια εξέλιξη», καταλήγει ο Δρ. Μοιρέας.