Τριτογενές κάπνισμα: Τα κατάλοιπα του καπνού σε έπιπλα, κουρτίνες, χαλιά βλάπτουν σοβαρά το δέρμα
Έναν ακόμα λόγο για τον οποίο καλό είναι να αποφεύγετε το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους αποκαλύπτει μια νέα μελέτη, που συσχέτισε το λεγόμενο τριτογενές κάπνισμα με ενεργοποίηση φλεγμονωδών παθήσεων, όπως η ψωρίαση, στο δέρμα.
Το τριτογενές κάπνισμα είναι η επαφή με τους ρύπους που αφήνει το κάπνισμα στο περιβάλλον, όπως:
- Στα ρούχα
- Στις επιφάνειες των επίπλων
- Στις κουρτίνες και σε άλλα υφάσματα
- Στις ταπετσαρίες (του σπιτιού, του αυτοκινήτου)
Όπως εξηγεί ο δερματολόγος-αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου, οι ρύποι από το κάπνισμα μπορεί να παραμείνουν επ’ αόριστον κυρίως στις μαλακές επιφάνειες (όπως ρούχα, κλινοσκεπάσματα και χαλιά).
Επιπλέον, ουσίες που εκλύονται κατά το κάπνισμα στον αέρα, καθιζάνουν ως σωματίδια που μοιάζουν με σκόνη σε σκληρές επιφάνειες όπως πάγκοι, τραπέζια, τοίχοι, δάπεδα και μέσα σε οχήματα, όπου μπορούν να παραμείνουν για πολλούς μήνες.
Αυτοί οι ρύποι επανεκπέμπονται ως αέρια ή αντιδρούν με οξειδωτικά και άλλες ενώσεις στο περιβάλλον δίνοντας δευτερογενείς ρύπους, όπως οι νιτροζαμίνες, που προκαλούν βλάβες στο δέρμα.
Οι τρεις κύριοι τρόποι έκθεσης στο τριτογενές κάπνισμα είναι η εισπνοή, η κατάποση και η επαφή με το δέρμα. Δεδομένης της έκτασης του δέρματος, η έκθεση μέσω αυτού είναι η μεγαλύτερη. Επομένως είναι αυτή που δυνητικά έχει τις περισσότερες επιπτώσεις.
Πρόσφατη μελέτη
Για να αξιολογηθούν οι πιθανές επιπτώσεις στη δερματική υγεία από το τριτογενές κάπνισμα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια διεξήγαγαν έρευνα για να μετρήσουν ορισμένες ουσίες (βιοδείκτες) οξειδωτικού στρες στα ούρα και στο αίμα 10 υγιών εθελοντών. Είναι η πρώτη σχετική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε ανθρώπους.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης και τις τυχόν μεταβολές στο λεγόμενο πρωτεώμιο του πλάσματος. Πρόκειται για σειρά πρωτεϊνών που παράγονται σε έναν οργανισμό, ιστό, κύτταρο ή σύνολο κυττάρων.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν μη καπνιστές. Στην πρώτη φάση της μελέτης, φορούσαν για 3 ώρες ρούχα εμποτισμένα με ουσίες από τριτογενές κάπνισμα. Στη διάρκειά τους γυμνάζονταν επί 15 λεπτά, ούτως ώστε να προκαλείται εφίδρωση. Με αυτό τον τρόπο αυξάνεται η απορρόφηση των ουσιών αυτών από το δέρμα.
Είκοσι έως 30 ημέρες αργότερα το πείραμα επαναλήφθηκε. Αυτή τη φορά οι εθελοντές φορούσαν καθαρό ρουχισμό για το ίδιο χρονικό διάστημα, κάνοντας την ίδια άσκηση.
Οι ερευνητές συνέλλεξαν δείγματα ούρων από τους εθελοντές πέντε φορές:
- Πριν από την έκθεση
- Αμέσως μετά από αυτήν (στις 3 ώρες)
- Στις 8 ώρες
- Το επόμενο πρωί
- 22 ώρες μετά από την έκθεση
Τα ευρήματα
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση eBioMedicine, που εκδίδει ο όμιλος ιατρικών εκδόσεων The Lancet. Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, όταν το δέρμα εκτίθεται στο τριτογενές κάπνισμα αυξάνονται οι βιοδείκτες που σχετίζονται με την έναρξη δερματικών παθήσεων όπως:
- Η δερματίτιδα εξ επαφής
- Η ψωρίαση
Ειδικότερα, η οξεία έκθεση στο τριτογενές κάπνισμα προκάλεσε αύξηση των βιοδεικτών ούρων για την οξειδωτική βλάβη του DNA, των λιπιδίων και των πρωτεϊνών στο δέρμα. Οι βιοδείκτες αυτοί παρέμειναν αυξημένοι μετά τη διακοπή της έκθεσης – ακριβώς όπως συμβαίνει στους καπνιστές.
«Είναι αποδεδειγμένο ότι όσοι κάνουν χρήση προϊόντων καπνού έχουν διπλάσιες πιθανότητες από τους μη καπνιστές να εμφανίσουν ψωρίαση, κυρίως όταν έχουν οικογενειακό ιστορικό», λέει ο δρ Στάμου. «Η ψωρίασή τους είναι επίσης σοβαρότερης μορφής και δυσκολότερο να θεραπευτεί».
Ωστόσο, οι γνώσεις της επιστημονικής κοινότητας για το τριτογενές κάπνισμα είναι «εξαιρετικά περιορισμένη», προσθέτει. Από τα έως τώρα στοιχεία, φαίνεται ότι είναι εξίσου επικίνδυνη με το ενεργητικό και το παθητικό (ή δευτερογενές) κάπνισμα.
«Είναι λοιπόν προτιμότερο να προστατεύουμε τον εαυτό μας, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους κάνοντας πιο σοφές επιλογές, όπως την αποφυγή παραμονής σε χώρους που επιτρέπουν το κάπνισμα (παρά την απαγόρευση) ή που έχουν εκτεθεί επί μακρόν σε καπνό τσιγάρων (π.χ. δωμάτια ξενοδοχείων, μεταχειρισμένα αυτοκίνητα). Αυτή η επιμονή θα μας προστατεύσει από την εμφάνιση δερματικών παθήσεων που ταλαιπωρούν τους ασθενείς και φυσικά από κάθε επίπτωση που έχει στον οργανισμό», καταλήγει ο δρ Στάμου.
Φωτογραφία: iStock