Οι καλοήθεις δερματικές βλάβες στα βλέφαρα είναι πολύ συνηθισμένες, κυρίως στις ηλικίες άνω των 30 ετών. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται θηλώματα και ξανθελάσματα, δηλαδή οζίδια και «πλάκες» που αναπτύσσονται στο πάνω ή στο κάτω βλέφαρο, δημιουργώντας συχνά αισθητικό πρόβλημα.
Μολονότι η ανάπτυξη αυτών των βλαβών δεν απειλεί την υγεία, η περιοχή των ματιών έχει κεντρικό ρόλο στην εικόνα του προσώπου. Έτσι, η ψυχολογία των πασχόντων μπορεί να επηρεαστεί και η αυτοπεποίθησή τους να μειωθεί, με ό,τι συνέπειες μπορεί αυτό να έχει στη ζωή τους.
Όπως εξηγεί η πλαστική χειρουργός Αναστασία Σεφέρη-Δανιήλ, από το Νοσοκομείο Υγεία, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πλαστικής Επανορθωτικής και Αισθητικής Χειρουργικής (HESPRAS), τα θηλώματα είναι καλοήθη ογκίδια του δέρματος, τα οποία μπορεί να εμφανιστούν σε διάφορα σημεία του σώματος.
Είναι μικρά, στρογγυλά, με λεία ή μυρμηκιώδη (σαν κουνουπίδι) επιφάνεια. Έχουν συνήθως το χρώμα του δέρματος, αλλά μπορεί να είναι και ροζ, καστανά ή ακόμη και καφέ. Επιπλέον, είναι ιογενούς αιτιολογίας, καθώς οφείλονται στον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV).
Οι περισσότεροι πάσχοντες παρουσιάζουν θηλώματα στα βλέφαρα μετά την ηλικία των 30 ετών. Το περίπου 60% των πασχόντων τα εκδηλώνουν μέχρι την ηλικία των 70 ετών.
Τα ξανθελάσματα
Αντίστοιχα, τα ξανθελάσματα εμφανίζονται στα βλέφαρα με τη μορφή κίτρινων επίπεδων κηλίδων ή πλακών.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στις περίπου μισές περιπτώσεις τα ξανθελάσματα σχετίζονται με τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και η κληρονομική αυξημένη χοληστερόλη (οικογενής υπερχοληστερολαιμία). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνιστάται σε όσους αναπτύσσουν ξανθέλασμα, να υποβάλλονται σε λιπιδαιμικό έλεγχο.
Τα ξανθελάσματα παρατηρούνται συνήθως στα βλέφαρα ενηλίκων, κυρίως στις ηλικίες 40-60 ετών. Μπορεί όμως να αναπτυχθούν και σε νεότερα άτομα.
«Τα θηλώματα και τα ξανθελάσματα συνήθως δεν προκαλούν λειτουργικές διαταραχές», λέει η δρ Σεφέρη-Δανιήλ. «Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντιμετώπισή τους γίνεται για αισθητικούς λόγους. Ωστόσο, όταν ένα θήλωμα είναι πάρα πολύ μεγάλο, μπορεί να προκαλέσει λειτουργικό πρόβλημα. Επιπλέον, εάν το ξανθέλασμα δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως έχει την τάση να μεγαλώνει σε μέγεθος, εσωτερικά και εξωτερικά, και να αυξάνεται σε αριθμό».
Η αντιμετώπιση
Τα θηλώματα και τα ξανθελάσματα στα βλέφαρα αντιμετωπίζονται με εξάχνωση με τη χρήση χειρουργικού λέιζερ. Η θεραπεία εφαρμόζεται στοχευμένα, χωρίς να επηρεάζονται οι παρακείμενοι υγιείς ιστοί.
Όταν τα θηλώματα είναι εξωτερικά, δεν χρειάζονται καν ράμματα. Ωστόσο τα ξανθελάσματα βρίσκονται κυρίως σε δύσκολες περιοχές των βλεφάρων, όπως ο έσω κανθός (η εσωτερική γωνία του ματιού). Μπορεί επίσης να έχουν διαφορετικό μέγεθος. Αν, εξ άλλου, δεν έχουν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, ενδέχεται να έχουν αναπτυχθεί και εσωτερικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνονται μικρά ράμματα.
Επιπλέον, επειδή είναι και άνισα ως προς το μέγεθός τους, γίνεται με τέτοιο τρόπο η αφαίρεσή τους ώστε να μην προκληθεί δυσαναλογία στο άνω και κάτω βλέφαρο. «Σε ορισμένες περιπτώσεις αφαιρείται και περίσσεια του δέρματος, δηλαδή γίνεται κάποιου τύπου άνω βλεφαροπλαστικής, με πολύ καλή λειτουργική και αισθητική αποκατάσταση», διευκρινίζει η δρ Σεφέρη-Δανιήλ.
Η επέμβαση διενεργείται στο ιατρείο με τοπική αναισθησία. Ωστόσο όταν ένας ασθενής έχει ξανθέλασμα στο άνω και κάτω βλέφαρο, η επέμβαση γίνεται σε νοσοκομείο με μέθη. Αυτό εφαρμόζεται κυρίως σε όσους εκφράζουν φόβο για τη διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση δεν απαιτείται νοσηλεία.
Μετά την επέμβαση
Αφού ολοκληρωθεί η επέμβαση και αφαιρεθούν οι δερματικές βλάβες από τα βλέφαρα, παραμένει ένα ήπιο ερύθημα. Αυτό μπορεί να κάνει μικρή εσχάρα (κακάδι). Στα ξανθελάσματα όπου έχει γίνει συρραφή με ράμματα, μπορεί να χρειασθεί να αφαιρεθούν έπειτα από 4-5 ημέρες, εάν δεν υποχωρήσουν μόνα τους.
«Στα σημεία στα οποία αφαιρέθηκαν οι βλάβες δεν αναπτύσσονται νέες. Ωστόσο, επειδή και οι δύο οφείλονται σε ενδογενείς αιτίες, μπορεί να εμφανιστούν σε άλλα σημεία», προειδοποιεί η ειδικός. «Ειδικά όσον αφορά στα ξανθελάσματα, είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται νωρίς, έτσι ώστε να μην αναπτύσσονται εξωτερικά ή/και εσωτερικά, καθώς στην περίπτωση αυτή η επέμβαση είναι πιο περίπλοκη».
Φωτογραφία: iStock