Χημειοθεραπεία: Η παράτασή της χαρίζει χρόνια στα παιδιά με σπάνιο καρκίνο
Το ραβδομυοσάρκωμα είναι μία σπάνια μορφή καρκίνου κυρίως της παιδικής ηλικίας, που αναπτύσσεται στον μυϊκό ιστό. Μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε τμήμα του σώματος, αλλά συνήθως εντοπίζεται στο κεφάλι, τον αυχένα, την πύελο και την κοιλιά. Η κλασική θεραπεία εναντίον του είναι πολυπαραγοντική και συμπεριλαμβάνει χημειοθεραπεία.
Στη νέα μελέτη, επιστήμονες από την Ιταλία χώρισαν τυχαία σε δύο ομάδες 371 παιδιά με ραβδομυοσάρκωμα. Στα μισά χορήγησαν την κλασική θεραπεία (χημειοθεραπεία), ενώ στα υπόλοιπα έκαναν επιπροσθέτως μία θεραπεία συντήρησης.
Η θεραπεία συντήρησης διήρκησε έξι μήνες και συμπεριλάμβανε χαμηλές δόσεις από δύο χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
Πέντε χρόνια αργότερα, από τα παιδιά που είχαν κάνει την κλασική θεραπεία το 69% εξακολουθούσαν να μην έχουν ενδείξεις της νόσου και να είναι καλά. Το αντίστοιχο ποσοστό όμως σε όσα είχαν κάνει και θεραπεία συντήρησης ήταν 78%.
Τα παιδιά με ραβδομυοσάρκωμα που επιζούν επί πέντε χρόνια μετά τη θεραπεία ουσιαστικά έχουν ιαθεί, λένε οι ερευνητές. Και αυτό, διότι τα ποσοστά επανεμφάνισης της νόσου είναι πολύ χαμηλά.
«Αντιμετωπίζουμε το ραβδομυοσάρκωμα με τον ίδιο τρόπο εδώ και 30 χρόνια. Μολονότι έχουμε δοκιμάσει διάφορες προσεγγίσεις, η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που δείχνει σημαντικό όφελος», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Gianni Bisogno, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα.
Ο Dr. Bisogno παρουσίασε τα νέα ευρήματα στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), που διεξάγεται στο Σικάγο.
Όπως εξήγησε ο Dr. Bisogno, το ραβδομυοσάρκωμα αντιπροσωπεύει το περίπου 4% των καρκίνων της παιδικής ηλικίας. Στο 80% των περιπτώσεων μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με υψηλές δόσεις χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπεία και εγχειρήσεις.
Ωστόσο από τα παιδιά με εξάπλωση του καρκίνου σε άλλα όργανα και ιστούς ή με υποτροπή μετά την αρχική θεραπεία, μόνο το 20-30% μπορούν να θεραπευτούν.
Ο Dr. Bisogno τόνισε ότι τα νέα ευρήματα αλλάζουν τα πρότυπα φροντίδας στην Ευρώπη. Επειδή, όμως, στις ΗΠΑ ισχύουν διαφορετικά πρότυπα, απαιτούνται πρόσθετες έρευνες ώστε να βρεθούν τρόποι να ενσωματωθούν τα νέα δεδομένα στη φροντίδα των ασθενών.