H επιρροή των πρώιμων εμπειριών στη διαμόρφωση των ενήλικων σχέσεων & αντιλήψεων
Γράφει η Βιργινία Μακρή, Ψυχολόγος – Σωματική Ψυχοθεραπεύτρια, συνεργάτης της Κλινικής ΡΕΑ
Τα μωρά έρχονται στον κόσμο διαθέτοντας ένα ακατέργαστο και άγουρο υλικό που αργότερα θα αποτελέσει το χαρακτήρα τους. Έρχονται με ένα γενετικό αποτύπωμα και ένα μοναδικό εύρος δυνατοτήτων.
Οι πρώιμες εμπειρίες, έχουν πολύ σημαντική επιρροή στο φυσιολογικό σύστημα και στη ψυχολογία του μωρού, γιατί ακόμα δεν έχουν διαμορφωθεί και είναι πολύ ευαίσθητα. Τα συναισθήματα είναι πολύ απλά και βασικά στην αρχή.
Το μωρό βιώνει καθολικά συναισθήματα δυσφορίας/ αγωνίας ή ευχαρίστησης, ενόχλησης ή ανακούφισης, χωρίς να μπορεί να αναλύσει νοητικά την πληροφορία. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται γύρω του, οι ήχοι και οι μυρωδιές συνεχώς αλλάζουν και διάφορα μοτίβα αρχίζουν να αναδύονται.
Σταδιακά, το μωρό αρχίζει να αναγνωρίζει τα καθημερινά χαρακτηριστικά και να τα αποθηκεύει ως εικόνες.
Το νόημα αρχίζει και διαμορφώνεται σταδιακά, όσο το μωρό αρχίζει και καταλαβαίνει, αν η μητέρα που έρχεται θα φέρει ευχαρίστηση ή δυσφορία ανάλογα με τη συμπεριφορά του. Σαν αποτέλεσμα, το πρώιμο συναίσθημα σχετίζεται με το κατά πόσο σπρώχνει μακριά ή ελκύει κοντά του ανθρώπους.
Οι περισσότεροι γονείς παρέχουν ενστικτωδώς αρκετή προσοχή και τρυφερότητα στα παιδιά τους και τους εξασφαλίζουν συναισθηματική ασφάλεια. Όμως, αυτό που φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό για το μωρό, είναι μέχρι ποιό σημείο ο γονιός ή ο φροντιστής είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και παρών για εκείνο, κατά πόσο ανταποκρίνεται στα μηνύματά του και ρυθμίζει τις εσωτερικές του λειτουργίες.
Τα μωράκια χρειάζονται φροντίδα σχεδόν διαρκώς και για πολλούς μήνες. Οι γονείς που δεν μπορούν να σχετιστούν με το μωρό ή να το νοιώσουν, λόγω των δικών τους δυσκολιών να προσέξουν και να ρυθμίσουν τα δικά τους συναισθήματα, τείνουν να διαιωνίζουν το πρόβλημα ρύθμισης στο παιδί τους.
Το μωρό δεν μπορεί να μάθει να αφουγκράζεται τα δικά του συναισθήματα και να τα διαχειρίζεται αποτελεσματικά, εάν οι γονείς του δεν το κάνουν για εκείνο αρχικά. Είναι πιθανόν επίσης, να μεγαλώσει πιστεύοντας, ότι δεν πρέπει να έχει συναισθήματα εφόσον οι γονείς του δεν τα πρόσεχαν ή δεν τους ενδιέφεραν. Τα μωρά είναι πολύ ευαίσθητα στα έμμεσα μηνύματα και θα ανταποκριθούν αρχικά σε αυτά που κάνουν οι γονείς παρά σε αυτά που λένε.
Ιδιαίτερα εάν οι γονείς ανταποκρίνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο (π.χ., «όταν κλαίω, η μαμά θα με σηκώσει», «όταν βάζει το παλτό της, θα πάμε βόλτα»), θα αρχίσουν να αναδύονται τα μοτίβα. Αυτές οι προσδοκίες-μοτίβα για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι εγγράφονται στον εγκέφαλο υποσυνείδητα κατά την παιδική ηλικία και ενισχύουν τη συμπεριφορά μας, στο πως σχετιζόμαστε με τον άλλον καθ’ όλη τη ζωή μας.
Οι γονείς χρειάζονται να είναι κατά έναν τρόπο «προπονητές» του συναισθήματος. Για να αναπτύξει όλο το ανθρώπινο συναισθηματικό δυναμικό το μωρό, οι βασικές του αντιδράσεις χρειάζονται να γίνουν συγκεκριμένα και πολύπλοκα συναισθήματα. Η «κακή» αίσθηση μπορεί να διαφοροποιηθεί σε ένα εύρος συναισθημάτων όπως, εκνευρισμός, απογοήτευση, θυμός, πόνος. Μόνο με τη βοήθεια του γονιού μπορεί να γίνει αυτή η διαφοροποίηση.
Επίσης, ο γονιός χρειάζεται να βοηθήσει το μωρό να συνειδητοποιήσει τα δικά του συναισθήματα, και αυτό το κάνει καθρεπτίζοντας το: μιλώντας του και δίνοντας έμφαση και υπερβάλλοντας λέξεις και κινήσεις, το μωρό διαπιστώνει ότι δεν είναι οι γονείς που εκφράζονται, αλλά ότι του δείχνουν τα συναισθήματά του.
Όμως, αν ο γονιός δεν αισθάνεται άνετα με τα δικά του συναισθήματα, μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικός. Αν η δική του επίγνωση για τα συναισθήματά του είναι μπλοκαρισμένη ή οι δικές του ανάγκες αποσπούν όλη την προσοχή του και τον αποσυντονίζουν, θα του είναι δύσκολο να προσέξει τα συναισθήματα του μωρού, να τους δώσει χώρο και να τα ονομάσει.
Παράλληλα, οι καλές σχέσεις εξαρτώνται από το να μπορούμε να βρούμε μια ισορροπία κατανόησης και αντίληψης των δικών μας συναισθημάτων και του άλλου. Επίσης, εξαρτώνται από την ανεκτικότητα άβολων και δυσάρεστων συναισθημάτων ενώ ανταλλάσσονται με έναν άλλον άνθρωπο. Ίσως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες στις σχέσεις είναι η ρύθμιση και η διαχείριση των περισσότερο «αρνητικών» συναισθημάτων, του θυμού και της επιθετικότητας.
Μια άλλη κατηγορία παιδιών που μεγαλώνουν με γονείς που είναι αντιφατικοί ή ασυνεπείς στον τρόπο που ανταποκρίνονται στα συναισθήματά τους (δηλαδή, άλλες φορές νοιάζονται, άλλες αδιαφορούν), διατηρούν την προσοχή τους έντονα στραμμένη στη συναισθηματική κατάσταση του γονέα.
Επιπλέον, υπερβάλλουν τη δική τους συμπεριφορά με την ελπίδα ότι θα αποσπάσουν την προσοχή του. Αυτή τη φορά, αντί να καταπιέσουν τα συναισθήματά τους, τα μεγαλοποιούν: δίνουν πολύ μεγάλη σημασία και έμφαση στους φόβους και στις ανάγκες τους με αποτέλεσμα να υπονομεύεται και να καθυστερείται η ανεξαρτησία τους.
Τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει κατά κύριο λόγο με αυτά τα δύο ανασφαλή μοντέλα συμπεριφοράς, έχουν μια πιο αδύναμη αίσθηση του εαυτού τους από αυτά που μεγαλώνουν με το ασφαλές μοντέλο. Και αυτό γιατί ο γονέας δεν τους έχει δώσει αρκετές πληροφορίες για τα συναισθήματά τους ώστε να μάθουν να τα ερμηνεύουν στον εαυτό τους και στους άλλους με αυτοπεποίθηση.
Επιπλέον, έχουν δυσκολίες να διαχειριστούν τα έντονα συναισθήματά τους. Είτε τα απωθούν γιατί δεν ξέρουν τι να τα κάνουν, είτε τα εκφράζουν έντονα και παρορμητικά χωρίς περιορισμούς και χωρίς σεβασμό για τα συναισθήματα του άλλου.
Συμπερασματικά, τα παιδιά μαθαίνουν αυτά τα συναισθηματικά μοτίβα κατά την παιδική ηλικία, ξεκινώντας από του πρώτους μήνες της ζωής. Είναι σημαντικό ο γονέας να αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι οι πρώιμες εμπειρίες μας στην πραγματικότητα έχουν πολύ περισσότερη σχέση με τον ενήλικο εαυτό μας από ότι μπορούμε να αντιληφθούμε.