Δραματική αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας
Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης και βισφατίνης σε παχύσαρκα παιδιά έδειξαν τα αποτελέσματα έρευνας του εργαστηρίου βιοχημείας της άσκησης του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και του Ινστιτούτου Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης του Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης Θεσσαλίας (Κ.Ε.ΤΕ.Α.Θ.), που εδρεύουν στα Τρίκαλα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας, που θα δημοσιευθούν στο επόμενο τεύχος του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού Pediatric Exercise Science, έδειξαν ότι τα επίπεδα της βισφατίνης, μιας νέας σχετικά λιποκυτταροκίνης που βρίσκεται σε υψηλές ποσότητες στο κοιλιακό λίπος, ήταν κατά περίπου 20% αυξημένα στα παχύσαρκα παιδιά, ενώ τα επίπεδα ινσουλίνης ήταν αυξημένα κατά 12%.
Όπως εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Αθανάσιος Τζιαμούρτας, η βισφατίνη μιμείται τη δράση της ινσουλίνης και παίζει σημαντικό ρόλο στη σχέση παχυσαρκίας και μεταβολικού συνδρόμου, ενώ τα επίπεδα της στους ενηλίκους αυξάνονται με την παχυσαρκία και το διαβήτη τύπου ΙΙ.
Αυτά τα δεδομένα συμβαδίζουν με αποτελέσματα προηγούμενων εργασιών, που έδειξαν ότι η βισφατίνη ήταν υψηλότερη, ειδικά στα παιδιά με κεντρική παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη ή υπερινσουλιναιμία, σημειώνει ο κ. Τζιαμούρτας.
Στο πλαίσιο της έρευνας παρατηρήθηκε πως όταν τα παχύσαρκα παιδιά έκαναν συστηματική άσκηση (κολύμβηση για τουλάχιστον ένα χρόνο) τα επίπεδα βισφατίνης δεν παρουσίασαν διαφορές από τα παιδιά κανονικού βάρους, αναδεικνύοντας τη σημασία της σωματικής δραστηριότητας.
Παρόμοια ήταν και τα αποτελέσματα της αντιπονεκτίνης, πεδίο στο οποίο τα παχύσαρκα παιδιά παρουσίασαν αυξημένα επίπεδα κατά περίπου 30%.
«Η αυξημένη σωματική δραστηριότητα έχει συσχετιστεί με αυξημένο προσδόκιμο επιβίωσης και ελαττωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών επιπλοκών. Ακόμη, η φυσική δραστηριότητα επιφέρει θετικές επιδράσεις στη σωματική και ψυχολογική υγεία του ατόμου, ενώ μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη ρύθμιση του σωματικού βάρους και της αρτηριακής πίεσης, στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ του ατόμου (κυρίως με την αύξηση της 'καλής' HDL χοληστερόλης) και στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη» επισημαίνει ο κ. Τζιαμούρτας.
Η σωματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να εντάσσεται στην καθημερινότητα του ατόμου από την παιδική ακόμη ηλικία, παρακινώντας τα παιδιά να ασκούνται περισσότερο και να ασχολούνται λιγότερο με δραστηριότητες που ελαττώνουν τη φυσική δραστηριότητα, όπως η πολύωρη παρακολούθηση τηλεόρασης και χρησιμοποίησης του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Σημαντικός αρωγός προς την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας μπορεί να είναι και το σχολείο με το μάθημα της φυσικής αγωγής. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τη σωστή διατροφή θα μπορούσε να επιφέρει μείωση του σωματικού βάρους, που αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες για την αύξηση της ινσουλινοαντίστασης και κατ' επέκταση αποτροπής της εγκαθίδρυσης του διαβήτη τύπου ΙΙ στα παιδιά. Συμπερασματικά, τα επίπεδα των λιποκυτταρινών του πλάσματος σχετίζονται άμεσα με την ποσότητα του λιπώδους ιστού και αυτό συμβαίνει τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες.
Η φυσική δραστηριότητα ελαττώνει την ποσότητα του λιπώδους ιστού σε υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους, με αποτέλεσμα να επιδρά και στα επίπεδα των λιποκυτταρινών.
«Η σημαντικά αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη που παρουσιάστηκε στα παχύσαρκα παιδιά, σε συνδυασμό με τη μεταβολή των λιποκυτταρινών, πρέπει να απασχολήσει τα άτομα που ασχολούνται με τη δημόσια υγεία έτσι ώστε να προωθηθούν ενέργειες για την αντιμετώπιση των προδιαθεσικών παραγόντων για την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη, δηλαδή την παχυσαρκία και την έλλειψη σωματικής δραστηριότητας» τονίζεται στην έρευνα.
Μάστιγα η παχυσαρκία
Η παχυσαρκία είναι μία κατάσταση που σχετίζεται με την αύξηση του λιπώδους ιστού, τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες, και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.
Η παχυσαρκία, αποτελεί ένα συνεχώς επιδεινούμενο πρόβλημα στις αναπτυγμένες χώρες, το οποίο τείνει να προσλάβει διαστάσεις επιδημίας ή ακόμη και πανδημίας.
Η συχνότητα της παχυσαρκίας αυξάνεται με γοργό ρυθμό και επεκτείνεται σε παιδιά και εφήβους των ανεπτυγμένων χωρών.
Δεδομένα αναφέρουν ότι 22 εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως κάτω των 5 χρόνων είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ενώ εργασίες που έχουν γίνει παλαιότερα σε παιδιά της Δυτικής Θεσσαλίας δείχνουν ότι περίπου το 50% είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.
Η πιο σημαντική μακροπρόθεσμη συνέπεια της παιδικής παχυσαρκίας είναι, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ότι περνάει και στην εφηβεία, ενώ τα παιδιά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να γίνουν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ενήλικες.
Κατά πόσο η παχυσαρκία συνδέεται όμως με τον διαβήτη ΙΙ; Η παχυσαρκία σχετίζεται, με την αύξηση του μεγέθους και της έκτασης του λιπώδους ιστού που μακροπρόθεσμα επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στην υγεία του ατόμου, καθώς σχετίζεται με ενδοκρινολογικές διαταραχές, όπως είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, καθώς και με την εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου, αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου, δημιουργεί προβλήματα στο μυοσκελετικό σύστημα και επιδρά αρνητικά στην ψυχική υγεία του ατόμου, απαντά ο κ. Τζιαμούρτας.
Η παχυσαρκία, προσθέτει, συνδέεται με το διαβήτη τύπου ΙΙ και μέχρι πριν από λίγα χρόνια θεωρούσαμε ότι αυτή η μορφή διαβήτη εμφανίζεται μετά τα 40 έτη. Ωστόσο, δεδομένα από την Αμερική αναφέρουν ότι το 2010 περίπου 215.000 άτομα κάτω της ηλικίας των 20 ετών έπασχαν από διαβήτη τύπου ΙΙ. Αυτό σημαίνει ότι 1 στα 500 παιδιά και εφήβους εμφανίζουν την πάθηση και δυστυχώς η τάση είναι να αυξάνεται ολοένα και περισσότερο αυτός ο αριθμός.
Τα τελευταία χρόνια, εξηγεί ο κ. Τζιαμούρτας, έχουν γίνει πολλές εργασίες που αναφέρουν ότι εκκρίνονται αρκετές ουσίες από το λιπώδη ιστό, με ξεχωριστή σημασία η κάθε μια, αναιρώντας την άποψη πως ο λιπώδης ιστός είναι ένας ανενεργός ιστός.
Σε αυτές τις ουσίες περιλαμβάνονται η αντιπονεκτίνη, η βισφατίνη και η ρεζιστίνη. Και οι τρεις αυτές λιποκυτταροκίνες σχετίζονται με την παχυσαρκία και την ινσουλινοαντίσταση. Τα επίπεδα της αντιπονεκτίνης μειώνονται στην παχυσαρκία και σε καταστάσεις ινσουλινοαντίστασης και καρδιαγγειακών ασθενειών.
Η άσκηση μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία της ινσουλίνης, μια επίδραση που επιτυγχάνεται μέσω της ρύθμισης των επιπέδων αντιπονεκτίνης.
ΠΗΓΗ: ΑΜΠΕ