Εγκυμοσύνη: Γιατί είναι απαραίτητες οι εξετάσεις για τον θυρεοειδή. Ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν
Οι ορμόνες που εκκρίνει ο θυρεοειδής αδένας έχουν ζωτική σημασία για τη φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος του εμβρύου στην εγκυμοσύνη. Κατά τους πρώτους μήνες της, το έμβρυο βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη μητέρα για να τροφοδοτηθεί με αυτές.
Ωστόσο η επαρκής παροχή των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να διαταραχθεί από ποικίλους παράγοντες, όπως:
- Η λειτουργικότητα του θυρεοειδούς πριν από την εγκυμοσύνη
- Ορισμένες φυσιολογικές μεταβολές κατά την κύηση που επηρεάζουν τη θυρεοειδική λειτουργία
- Εξωγενείς παράγοντες όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση
Οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας είναι η δεύτερη συχνότερη ενδοκρινική παθολογία των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να εκδηλωθούν πριν ή στη διάρκεια της κύησης. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της υγείας της μητέρας και του παιδιού.
Ο ρόλος της ρύπανσης
Νεότερες μελέτες καταδεικνύουν την ατμοσφαιρική ρύπανση ως παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη θυρεοειδικής δυσλειτουργίας. Έχει βρεθεί ότι η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης διαταραχών του θυρεοειδούς στην πορεία της κύησης.
Από τους ρύπους, πιο επιβαρυντικά για τη θυρεοειδική λειτουργία φαίνεται να είναι τα αιωρούμενα μικροσωματίδια. Αυτά αποτελούνται από εκατοντάδες διαφορετικά χημικά. Τα έως τώρα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η ορμονική διαταραχή στη μητέρα μπορεί να είναι ένας από τους συμβάλλοντες παράγοντες για τις αρνητικές επιδράσεις της ρύπανσης στην εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Τις επισημάνσεις αυτές κάνουν ειδικοί από την Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία – Πανελλήνια Ένωση Ενδοκρινολόγων, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας στις 7 Απριλίου, που εφέτος επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής στην υγεία.
Οι φυσιολογικές αλλαγές στην εγκυμοσύνη
Όπως εξηγούν οι ειδικοί, τα προβλήματα της λειτουργίας του θυρεοειδούς στη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν μεγάλη συχνότητα, αλλά κάποιες φορές παραμένουν αδιάγνωστα.
Εκτιμάται ότι τουλάχιστον το 2-3% των εγκύων πάσχουν από θυρεοειδική δυσλειτουργία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων έχουν υποθυρεοειδισμό, με συνηθέστερη αιτία του τη θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Μικρό ποσοστό εγκύων έχουν υπερθυρεοειδισμό, ο οποίος συνήθως σχετίζεται με τη νόσο Graves.
Κατά τη διάρκεια της κύησης παρατηρείται μια σειρά φυσιολογικών μεταβολών που επηρεάζουν τους δείκτες της θυρεοειδικής λειτουργίας. Οι αλλαγές αυτές είναι:
- Αύξηση των συγκεντρώσεων των οιστρογόνων
- Αύξηση των συγκεντρώσεων της χοριακής γοναδοτροπίνης (HCG)
- Ανάπτυξη του πλακούντα
- Αύξηση του όγκου πλάσματος
- Αύξηση της νεφρικής κάθαρσης
Κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, το έμβρυο λαμβάνει τις απαιτούμενες ποσότητες θυρεοειδικών ορμονών από τη μητέρα, μέσω του πλακούντα.
Η ορμονική παραγωγή στον δικό του θυρεοειδή αρχίζει κατά την 12η εβδομάδα της κυήσεως. Ωστόσο φθάνει σε επαρκή επίπεδα στην 18η-20η εβδομάδα. Έτσι, για το πρώτο ήμισυ σχεδόν της κύησης το έμβρυο εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τις ορμόνες της μητέρας για να αναπτυχθεί ομαλά.
Γιατί παρουσιάζονται θυρεοειδοπάθειες στην εγκυμοσύνη
Οι φυσιολογικές μεταβολές της εγκυμοσύνης σε συνδυασμό με την κάλυψη των αναγκών του εμβρύου, οδηγούν σε αύξηση κατά 50% της φυσιολογικής παραγωγής της θυροξίνης (ορμόνη Τ4) στην κύηση. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα:
- Την συχνή εμφάνιση διαταραχών της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα για πρώτη φορά στην κύηση ή
- Την απορρύθμιση διαταραχών της θυρεοειδικής λειτουργίας που προϋπήρχαν της κύησης.
Οι δυσλειτουργίες αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται για να αποφευχθούν οι δυνητικοί κίνδυνοι από την έλλειψη ή την υπερπαραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών.
Χρήσιμη εξέταση για την εκτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας στην εγκυμοσύνη είναι η μέτρηση της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH). Η TSH είναι μια ορμόνη που παράγεται από την υπόφυση και διεγείρει τον θυρεοειδή αδένα να παράγει τις θυρεοειδικές ορμόνες.
Οι τιμές αναφοράς της TSH είναι διαφορετικές στην κύηση και αλλάζουν αναλόγως με το τρίμηνο και με τις κατευθυντήριες οδηγίες κάθε επιστημονικής εταιρείας. Οι επικρατέστερες έχουν ως εξής:
- 1ο τρίμηνο: TSH 0,1-2,5 mU/L, 2ο τρίμηνο TSH 0,2-3 mU/L (Endocrine Society, American Thyroid Association, European Thyroid Association)
- 3ο τρίμηνο: TSH 0,3-3 mU/L (Endocrine Society, American Thyroid Association,)
- 3ο τρίμηνο: TSH 0,2-3,5 mU/L (European Thyroid Association).
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι δεν υπάρχει παγκοσμίως συμφωνία για καθολικό έλεγχο (screening) της θυρεοειδικής λειτουργίας των εγκύων. Στη χώρα μας όμως είθισται να γίνεται από τους μαιευτήρες-γυναικολόγους και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Ο υποθυρεοειδισμός
Αναλόγως με τα επίπεδα της TSH και το λοιπό ορμονικό προφίλ των εγκύων, μπορεί να τεθεί η διάγνωση για:
- Κλινικό υποθυρεοειδισμό (υψηλά επίπεδα TSH και χαμηλά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών). Αφορά σε 0,3-0,5% των κυήσεων
- Υποκλινικό υποθυρεοειδισμό (TSH πάνω από 4 mU/L, αλλά φυσιολογικά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών). Αφορά στο 2-3% των κυήσεων.
Επιπρόσθετα, ποσοστό έως και 15% των εγκύων εμφανίζουν επίπεδα TSH πάνω από 2,5 mU/L, που χρειάζονται διόρθωση.
Ο κλινικός υποθυρεοειδισμός που δεν αντιμετωπίζεται έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για αποβολή, προεκλαμψία, σακχαρώδη διαβήτη κύησης, αποκόλληση πλακούντα και πρόωρο τοκετό.
Οι αντίστοιχοι κίνδυνοι από τον υποκλινικό υποθυρεοειδισμό είναι λιγότερο σαφείς. Αφορούν κυρίως στη μετέπειτα ψυχοκοινωνική και γνωσιακή ανάπτυξη του παιδιού.
Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού στην εγκυμοσύνη
Σε κάθε περίπτωση έχει ζωτική σημασία η έγκαιρη υποκατάσταση σε περίπτωση ανεπάρκειας. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες υποστηρίζουν τη θεραπεία με λεβοθυροξίνη σε περίπτωση που τα επίπεδα της TSH είναι εκτός ορίων της κύησης.
Αντιθέτως, δεν υποστηρίζουν τη θεραπεία όταν τα θυρεοειδικά αυτοαντισώματα (anti-TPO, anti-TG) είναι μεν θετικά, αλλά τα επίπεδα της TSH βρίσκονται εντός ορίων.
Η δόση υποκατάστασης με λεβοθυροξίνη προσαρμόζεται από το θεράποντα ιατρό αναλόγως:
- Με το σωματικό βάρος της εγκύου
- Με τυχόν ιστορικό υποθυρεοειδισμού πριν την εγκυμοσύνη
Η παρακολούθηση με μέτρηση της TSH πρέπει να γίνεται κάθε 4-6 εβδομάδες. Στόχος είναι τα επίπεδα που προαναφέρθηκαν.
Μετά τον τοκετό, πρέπει να γίνεται ελάττωση στην προ της κύησης δόση, στις γυναίκες που είχαν υποθυρεοειδισμό πριν από την εγκυμοσύνη. Απ’ όσες τον εκδήλωσαν κατά τη διάρκεια της κύησης, οι περισσότερες (έως και το 75% αυτών) δεν χρειάζονται τη συνέχιση της αγωγής.
Ο υπερθυρεοειδισμός
Ο υπερθυρεοειδισμός στην κύηση είναι πιο σπάνια κατάσταση. Ακριβώς λόγω των φυσιολογικών μεταβολών που περιγράφηκαν ανωτέρω, γίνονται ανεκτά χαμηλότερα επίπεδα TSH και υψηλότερα επίπεδα των ορμονών Τ4 και Τ3, ιδίως κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης.
Ωστόσο στην εγκυμοσύνη μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνοw ο αυτοάνοσος υπερθυρεοειδισμός (νόσος Graves) με θετικά διεγερτικά αυτοαντισώματα (TSI ή TRAb). Σε περίπτωση υποψίας, καλό είναι να μετρώνται τα αυτοαντισώματα και στην 24η-28η εβδομάδα κύησης.
Ιδιαίτερες προφυλάξεις απαιτούνται και στην αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού, είτε προϋπήρχε είτε εμφανίστηκε στην εγκυμοσύνη. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί:
- Προπυλθειουρακίλη στο 1ο τρίμηνο
- Μεθιμαζόλη στο 2ο και 3ο τρίμηνο
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί της Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, η μεθιμαζόλη είναι γενικά πιο αποτελεσματική και ασφαλής. Πρέπει να αποφεύγεται στο 1ο τρίμηνο της κύησης, γιατί περνά τον πλακούντα και έχει συσχετιστεί με εμβρυοπάθεια, όπως:
- Ατρησία της χοάνης
- Απλασία δέρματος
- Δυσμορφικά χαρακτηριστικά προσώπου
Χρησιμοποιούνται οι ελάχιστες θεραπευτικές δόσεις που εξασφαλίζουν έλεγχο των συμπτωμάτων και επίπεδα T3 και Τ4 στα ανώτερα φυσιολογικά όρια, ανεξαρτήτως του εάν η TSH έχει αποκατασταθεί ή όχι.
Η επίμονη ναυτία στην εγκυμοσύνη
Τέλος, σε «δυσλειτουργία» του θυρεοειδούς οφείλεται και η συχνότατη υπερέμεση της κύησης που παρατηρείται στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και για την οποία δυστυχώς δεν υπάρχει θεραπευτική παρέμβαση.
Φωτογραφία: iStock