Η αποβολή (ή παλίνδρομη κύηση) είναι η αυτόματη διακοπή της εγκυμοσύνης. Συνήθως είναι μία πολύ ψυχοφθόρα και τραυματική εμπειρία για το ζευγάρι, οποιαδήποτε στιγμή στην εγκυμοσύνη κι αν συμβεί.
Δυστυχώς, η αποβολή μόνο σπάνια δεν είναι. Υπολογίζεται ότι το τουλάχιστον 10% των κυήσεων χάνονται πριν από την 20η εβδομάδα. Το ποσοστό αυτό όμως δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει το πραγματικό. Και αυτό διότι πολλές γυναίκες αποβάλλουν πριν καν αντιληφθούν ότι έχουν μείνει έγκυοι.
Όπως αναφέρουν ειδικοί από το αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Υγείας του Παιδιού & Ανθρώπινης Ανάπτυξης (NICHD), oι παράγοντες που οδηγούν στις περισσότερες αποβολές είναι μη-αποτρέψιμοι. Συμπεριλαμβάνουν προβλήματα, όπως οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες ή η ελλιπής ανάπτυξη του εμβρύου. Ωστόσο η ακριβής αιτία μιας αποβολής είναι συχνά δύσκολο να βρεθεί.
Ακόμα, όμως, κι αν βρεθεί, σπανίως σχετίζεται με κάτι που έκανε η γυναίκα ή/και ο άνδρας. Όταν η αιτία είναι κάτι παθολογικό, η θεραπεία αυτού του προβλήματος ενδέχεται να αποτρέψει μια νέα αποβολή στο μέλλον.
Στο πρώτο τρίμηνο
Στο περίπου 80% των περιπτώσεων, η αποβολή συμβαίνει κατά το πρώτο τρίμηνο της κυήσεως (έως την 13η εβδομάδα). Συνηθισμένες αιτίες αποβολής κατά το πρώτο τρίμηνο είναι:
- Γενετικές ανωμαλίες. Περισσότερες από τις μισές αποβολές του πρώτου τριμήνου είναι απόρροια προβλημάτων με τα χρωμοσώματα του εμβρύου. Τα προβλήματα αυτά μπορεί να είναι βλάβη σε ένα χρωμόσωμα ή απώλεια ενός χρωμοσώματος. Όταν το αντιληφθεί αυτό ο οργανισμός της γυναίκας, είναι πολύ πιθανό να διακόψει την εγκυμοσύνη, θεωρώντας ότι το έμβρυο δεν είναι βιώσιμο.
- Θρόμβοι αίματος. Μία διαταραχή που αποκαλείται αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο μπορεί να προκαλέσει θρόμβωση και πρόωρο τέλος της κύησης. Το σύνδρομο αντιμετωπίζεται με φάρμακα που μπορεί να αποτρέψουν την αποβολή.
- Έκτοπη εγκυμοσύνη. Η έκτοπη εγκυμοσύνη είναι μία σπάνια αλλά δυνητικά σοβαρή μορφή κύησης. Εκδηλώνεται όταν το έμβρυο, που πρωτοδημιουργείται στη σάλπιγγα, δεν εμφυτεύεται στο έδαφος της μήτρας αλλά αναπτύσσεται αλλού. Οι κυήσεις αυτές δεν μπορούν να σωθούν. Συνιστούν επείγον περιστατικό και χρειάζεται άμεση διακοπή τους.
- Προβλήματα με τον πλακούντα. Αν το έμβρυο είναι ασύμβατο με τον πλακούντα, η κύηση μπορεί να χαθεί. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν η μήτρα έχει ελαττώματα (π.χ. μη φυσιολογικό σχήμα).
Στο δεύτερο τρίμηνο
Η αποβολή σε πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη (εβδομάδες 13-24) είναι πολύ λιγότερο συχνή. Εάν εκδηλωθεί, η αιτία πιθανώς σχετίζεται με εξωτερικούς παράγοντες ή με προβλήματα υγείας της μητέρας.
Στα προβλήματα του δευτέρου τριμήνου της κυήσεως που μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή συμπεριλαμβάνονται:
- Λοιμώξεις. Οι λοιμώξεις στη μήτρα ή τον τράχηλο μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή. Στον ίδιο κίνδυνο μπορεί να θέσουν την έγκυο και οι τροφιμογενείς νόσοι.
- Χρόνιες παθήσεις. Οι χρόνιες παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η υπέρταση, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο απώλειας της εγκυμοσύνης. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος εάν δεν αντιμετωπίζετε σωστά την χρόνια πάθηση από την οποία πάσχετε.
- Θυρεοειδοπάθεια. Τα νοσήματα του θυρεοειδούς αδένα που δεν αντιμετωπίζονται σωστά, αυξάνουν τον κίνδυνο αποβολής.
- Αυτοάνοσα νοσήματα. Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και άλλες αυτοάνοσες ασθένειες μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή.
- Προβλήματα με τη μήτρα ή τον τράχηλο. Τα ινομυώματα ή μια παραμορφωμένη μήτρα μπορεί να προκαλέσουν αποβολή.
- Παράγοντες του τρόπου ζωής. Το ενεργητικό και παθητικό κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και η χρήση φαρμάκων και ουσιών μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη του εμβρύου. Η υπερκατανάλωση καφεΐνης επίσης μπορεί να είναι προβληματική.
- Περιβαλλοντικοί παράγοντες. Η έκθεση σε ορισμένα χημικά ή ουσίες μπορεί να προκαλέσει αποβολή. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται ο υδράργυρος, τα διαλυτικά, τα αραιωτικά χρωμάτων, τα φυτοφάρμακα και τα βαρέα μέταλλα.
Στο τρίτο τρίμηνο
Στα πιο προχωρημένα στάδια της κυήσεως, η αποβολή συνήθως αποκαλείται θνησιγένεια. Τα ίδια προβλήματα που μπορεί να ευθύνονται γι’ αυτήν κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα της εγκυμοσύνης μπορεί να είναι υπεύθυνα και στο τρίτο.
Ωστόσο συχνά είναι δύσκολο να εντοπιστεί η αιτία της απώλειας του μωρού λίγο πριν τη γέννησή του. Επιπλέον, μπορεί να υπάρξουν και πρόσθετοι παράγοντες, όπως:
- Επιπλοκές της κυήσεως. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται ο πρόωρος τοκετός ή η αποκόλληση του πλακούντα από το τοίχωμα της μήτρας.
- Γενετικές ανωμαλίες. Μία στις 10 περιπτώσεις θνησιγένειας είναι συνέπεια γενετικής ή δομικής ανωμαλίας στο έμβρυο.
- Υπέρταση. Όταν η γυναίκα παρουσιάζει αυξημένη αρτηριακή πίεση στην εγκυμοσύνη, μπορεί να εκδηλώσει προεκλαμψία. Η προεκλαμψία είναι αρκετά συχνή, αφού παρατηρείται σε ποσοστό 5-8% των κυήσεων. Αν και η μητέρα κινδυνεύει περισσότερο από αυτήν απ’ ό,τι το έμβρυο, η προεκλαμψία μπορεί να διακόψει την παροχή οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών και στο μωρό. Μπορεί επίσης να εξελιχθεί σε εκλαμψία, η οποία είναι μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση που μπορεί να αποδειχθεί μοιραία και για τους δύο.
- Αρρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης. Και αυτός αυξάνει τον κίνδυνο για θνησιγένεια.
- Λοιμώξεις. Μια λοίμωξη στον πλακούντα ή στο έμβρυο μπορεί να οδηγήσει την εγκυμοσύνη στην διακοπή της.
- Προβλήματα με τον ομφάλιο λώρο. Αν ο ομφάλιος λώρος τυλιχτεί γύρω από τον λαιμό του μωρού ή δεθεί σε κόμπο, μπορεί να διακόψει την παροχή αίματος και οξυγόνου σε αυτό.
- Προβλήματα με τον πλακούντα. Η ανεπαρκής παροχή αίματος στον πλακούντα μπορεί να καταλήξει σε αποβολή.