Σημαντικά είναι τα οφέλη που αποκομίζουν τα βρέφη που γεννιούνται από μητέρες, οι οποίες εμβολιάσθηκαν κατά της Covid-19 στην εγκυμοσύνη, αναφέρουν επιστήμονες από τον Καναδά.
Σε μεγάλη μελέτη που πραγματοποίησαν ανακάλυψαν πως τα νεογέννητα των εμβολιασμένων εγκύων διατρέχουν σημαντικά μειωμένο κίνδυνο:
- Να αρρωστήσουν βαριά από τον κορωνοϊό
- Να χρειασθούν εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Νεογνών
- Να χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας της COVID-19
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν πόσο σημαντική είναι η προστασία κατά την εγκυμοσύνη από σοβαρές λοιμώδεις νόσους, τονίζουν οι ερευνητές. Δυστυχώς, όμως, πολλές έγκυοι φοβούνται τα εμβόλια και προτιμούν να ρισκάρουν να κολλήσουν, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία του εμβρύου αλλά και τη δική τους.
Ωστόσο ο κορωνοϊός έχει αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνος στην εγκυμοσύνη. Μπορεί να προκαλέσει πιο σοβαρή COVID-19 στη γυναίκα, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο εμβρυϊκής και νεογνικής νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Η νέα μελέτη
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Pediatrics. Όπως γράφουν οι ερευνητές, εξέτασαν την πορεία της υγείας 142.006 τελειόμηνων νεογεννήτων, τα 72.595 εκ των οποίων ήσαν αγόρια.
Τα μωρά είχαν γεννηθεί μεταξύ 1 Μαΐου 2021 και 2 Σεπτεμβρίου 2022. Τα 85.670 (ποσοστό 60%) από αυτά είχαν εκτεθεί κατά την ενδομήτριο ζωή σε μία ή περισσότερες δόσεις του εμβολίου για τον κορωνοϊό. Ειδικότερα, από τις γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη εμβολιάστηκαν κατά του κορωνοϊού:
- Οι 41.621 με μία δόση του εμβολίου
- Οι 42.523 με δύο δόσεις
- Οι 1.526 με τρεις δόσεις
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, τα νεογέννητα των μητέρων που εμβολιάσθηκαν στην εγκυμοσύνη είχαν 14% λιγότερες πιθανότητες να νοσήσουν βαριά από τον κορωνοϊό.
Είχαν επίσης 14% λιγότερες πιθανότητες να χρειασθούν εισαγωγή στην εντατική και 53% λιγότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους.
«Πολλές γυναίκες νιώθουν ανασφάλεια όταν πρέπει να εμβολιαστούν κατά την εγκυμοσύνη. Ελπίζουμε ότι τα ευρήματά μας θα τις καθησυχάσουν λίγο όσον αφορά την ασφάλεια και τα οφέλη από τον εμβολιασμό κατά της COVID-19», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Sarah C.J Jorgensen, φαρμακολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.
Φωτογραφία: iStock