Επειδή πολλά ζευγάρια, που χρησιμοποιούν την εξωσωματική γονιμοποίηση για να αποκτήσουν παιδιά, είναι μεγαλύτερης ηλικίας, η γενική κατάσταση της υγείας τους, μαζί με άλλα τυχόν προβλήματα, μπορεί να είναι ένας αρνητικός παράγοντας για την ανάπτυξη του εμβρύου. Η τελευταία αυτή έρευνα, ωστόσο, έδειξε ότι η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του παιδιού ΔΕΝ είναι περισσότερο διαδεδομένη/πιθανή μεταξύ των παιδιών που έχουν συλληφθεί μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που έχουν συλληφθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση δεν διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο για αναπτυξιακές διαταραχές, όπως μαθησιακές δυσκολίες, διαταραχές λόγου ή γλωσσικές διαταραχές, ή αυτισμό, σε σύγκριση με τα παιδιά που έχουν συλληφθεί με φυσικό τρόπο.
Η επικεφαλής της νέας αυτής έρευνας, δρ Edwina Yeung, από το αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Παιδικής Υγείας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης, ανέφερε χαρακτηριστικά σε σχετική επίσημη ενημέρωση: “Τα αποτελέσματα της έρευνας παρέχουν διαβεβαίωση στα χιλιάδες ζευγάρια που έχουν εμπιστευθεί τις πρακτικές της εξωσωματικής γονιμοποίησης για να φτιάξουν την οικογένειά τους”.
Για τις ανάγκες της έρευνας οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία από 4.824 μητέρες και των 5.841 παιδιών τους, τα οποία στοιχεία είχαν συλλέξει μεταξύ 2008 και 2010 στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Από αυτά τα παιδιά, τα 1.830 είχαν συλληφθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση και τα 2.074 ήταν δίδυμα.
Οι επιστήμονες δεν βρήκαν σημαντικές στατιστικά διαφορές στην καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παιδιών μέχρι την ηλικία των τριών ετών. Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ότι κάποιον βαθμό καθυστέρησης είχε το 13% των παιδιών από εξωσωματική και το 18% εκείνων με φυσική εγκυμοσύνη.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Pediatrics.