Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Λογοπεδικών Κωνσταντίνος Ρόγκας ένα στα είκοσι παιδιά προσχολικής ηλικίας (5%) εμφανίζουν για κάποιο χρονικό διάστημα δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Από αυτά, το 1% (περίπου 100.000 άνθρωποι στην Ελλάδα) θα εδραιώσει έναν μόνιμο τραυλισμό, έναν τραυλισμό ο οποίος τα συνοδεύει σε όλη τους τη σχολική και ενήλικη ζωή.
Ο τραυλισμός εκδηλώνεται λεκτικά κυρίως με μπλοκαρίσματα, επαναλήψεις συλλαβών, λέξεων και φράσεων, επιμηκύνσεις φθόγγων και ορισμένες φορές με αντανακλαστικές συσπάσεις των μυών του προσώπου και του σώματος.
Συναισθηματικά ο τραυλισμός εκδηλώνεται με αισθήματα μειονεξίας, ντροπής και απόρριψης, φόβο και αποφυγή της λεκτικής επικοινωνίας.
Σε σοβαρές περιπτώσεις οδηγεί σε απομόνωση και σιωπή, ορισμένες φορές και σε ακραίες αντιδράσεις απόγνωσης.
Κοινωνικά, τα πρόσωπα που τραυλίζουν γίνονται συχνά αντικείμενο κοροϊδίας, απομονώνονται, αποκλείονται από επαγγελματικές θέσεις και ο κοινωνικός τους ρόλος προσδιορίζεται από τη διαταραχή τους και όχι από την αξία του προσώπου τους.
Πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, ένα στρεσογόνο περιβάλλον ή η κοινωνική απόρριψη του ατόμου, είναι πιθανόν να εντείνουν τα συμπτώματα.
Τα αίτια
Ο τραυλισμός διακρίνεται σε ψυχογενή, που εκδηλώνεται μετά από παρατεταμένη περίοδο έντονου άγχους ή ένα τραυματικό επεισόδειο, σε νευρογενή που οφείλεται σε νευρολογική ασθένεια ή βλάβη και σε εξελικτικό, ο οποίος εμφανίζεται την περίοδο που το παιδί συντάσσει προτάσεις για να εκφραστεί.
Πότε να ανησυχήσουν οι γονείς
Συνήθως, τα συμπτώματα του τραυλισμού εμφανίζονται κατά την περίοδο 2,5 έως 5 ετών. Σπανιότερα εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια της σχολικής/ εφηβικής περιόδου και της ενήλικης ζωής. Η ομιλία των παιδιών που τραυλίζουν χαρακτηρίζονται από επαναλήψεις ήχων, συλλαβών και λέξεων, απότομες διακοπές ήχων και συλλαβών και επιμηκύνσεις ήχων.
Οι δυσρυθμίες αυτές μπορεί να λαμβάνουν χώρα κατά την έναρξη της φράσης ή στο μέσο της πρότασης και ποικίλουν ανά περίπτωση. Σε κάποιες περιπτώσεις συνοδεύονται από δευτερεύουσες συμπεριφορές, όπως γκριμάτσες, μη ελεγχόμενες κινήσεις των ματιών, της γλώσσας, της κάτω γνάθου ή ακόμη και του κορμού.