Γονιμότητα μετά τα 40
Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από αυξημένο ποσοστό γυναικών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν μετά τα 40 έτη. Η πανεπιστημιακή μόρφωση, η επαγγελματική αποκατάσταση, η καριέρα και η οικονομική καταξίωση είναι οι κυριότερες αιτίες που οδηγούν τις γυναίκες να ξεκινούν τη διαδικασία της τεκνοποίησης σε ηλικίες άνω των 40.
Τα ωάρια της γυναίκας μειώνονται αισθητά όσο περνούν τα χρόνια, και είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αποβολής και γενετικών ανωμαλιών. Οι μισές από τις γυναίκες άνω των 40 ετών έχουν προβλήματα γονιμότητας, σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι 40χρονες που λάμβαναν θεραπεία για την υπογονιμότητα είχαν πιθανότητα 25% να καταφέρουν να μείνουν έγκυες. Μέχρι την ηλικία των 43 ετών η πιθανότητα μειωνόταν στο 10% και στα 44 είχε πέσει κατακόρυφα, στο 1,6%.
Επίσης, το ποσοστό αποβολών είναι αυξημένο, 24% στα 40, 38% στα 43 και 54% στα 44 χρόνια.
Παράγοντες που σχετίζονται με την γονιμότητα
Η διεθνής βιβλιογραφία έχει μελετήσει αρκετούς καθημερινούς παράγοντες που μπορούν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να επηρεάσουν τη γονιμότητα του ανθρώπου.
Συνοπτικά αναφέρονται οι εξής παράγοντες:
- Καθημερινή λήψη φαρμάκων και/ ή χρήση τοξικών ουσιών
- Αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ και καφεΐνη
- Παχυσαρκία
- Νευρογενής ανορεξία
- Πλημμελής διατροφή/ αβιταμίνωση
- Κάπνισμα
- Εργασία σε ανθυγιεινό περιβάλλον με χημικά μέταλλα και οργανικούς διαλύτες
Πιθανότητες σύλληψης
Στα 40, οι πιθανότητες να συλλάβει μία γυναίκα μέσα σε ένα χρόνο είναι περίπου 40%-50% ενώ μια γυναίκα στα 35 της έχει πιθανότητα περίπου 75%. Από την ηλικία των 43 και μετά, οι πιθανότητες πέφτουν στο 1% με 2%.
Οι γυναίκες, μετά την εφηβεία, έχουν περίπου 300.000-400.000 ωάρια. Σταδιακά, η γυναίκα αρχίζει να χάνει περίπου 13.000 ωάρια το χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι στα 37 έτη, θα έχουν περίπου 25.000, ενώ στα 43 αρκετά λιγότερα.
Βιολογική ηλικία
Η βιολογική ηλικία κάθε γυναίκας μπορεί να διαφέρει σημαντικά από την χρονολογική της. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι η βιολογική «ηλικία» των ωοθηκών σχετίζεται με τη γονιμότητα και καθορίζει τον αριθμό και την ποιότητα των ωαρίων. Η μειωμένη γονιμότητα μετά τα 40 δεν οφείλεται μόνο στην απόπτωση των ωαρίων με την πάροδο του χρόνου, αλλά και στην ελαττωματική τους κατασκευή από την εμβρυική περίοδο.
Η πρώιμη καταστροφή των ωαρίων σε συνδυασμό με ελαττωματική τους κατασκευή μπορεί να οδηγήσει σε πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια. Περίπου 1% των γυναικών θα βιώσει το φαινόμενο της εμμηνόπαυσης πριν από τα 40. Αυτές οι γυναίκες έχουν μειωμένη γονιμότητα μετά τα 30. Είναι χρήσιμο να γίνεται προσδιορισμός των ωοθηκικών εφεδρειών σε γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό πρώιμης ωοθηκικής ανεπάρκειας.
Προσδιορισμός ωοθηκικής εφεδρείας
Η ωοθηκική εφεδρεία ορίζεται ως ο πληθυσμός των ωοθυλακίων που βρίσκονται στην ωοθήκη και έχουν την ικανότητα να επιλεγούν, να ωριμάσουν και να γονιμοποιηθούν. Οι εξετάσεις που γίνονται για να προσδιορίσουμε τη δυνητική γονιμότητα των γυναικών είναι το διακολπικό υπερηχογράφημα, με το οποίο εκτιμάται ο όγκος των ωοθηκών και ορμονικές εξετάσεις όπως FSH, LH, E2,AMH (anti- Mullerian Hormone).
Πιθανότητες αποβολής – επιπλοκές
Οι πιθανότητες αποβολής αυξάνονται κατακόρυφα στην ηλικία των 40. Μεταξύ 40-44 ετών το ποσοστό αγγίζει το 35% και φτάνει το 50% στις γυναίκες άνω των 45 ετών. Μετά την ηλικία των 40 ετών, διπλασιάζεται και ο κίνδυνος επιπλοκών κατά την κύηση. Οι μητέρες άνω των 40 έχουν επίσης πιθανότητα 50% να γεννήσουν με Καισαρική τομή.
Οι επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι μια άλλη ανησυχία. Στα 40 είναι πολύ πιο πιθανό να εμφανιστούν προβλήματα, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση και διαβήτης, καθώς και προβλήματα του πλακούντα και επιπλοκές κατά τον τοκετό. Επίσης, έχουν υψηλότερο κίνδυνο να γεννήσουν πρόωρα. Τα ποσοστά θνησιμότητας είναι μεγαλύτερα, ενώ μελέτες έχουν δείξει ότι παιδιά που γεννιούνται από μητέρες μεγαλύτερης ηλικίας, ενδεχομένως διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 1 και υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή μετά τα 40
Οι προγραμματισμένες επαφές, η σπερματέγχυση, η φαρμακευτική διέγερση και η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας αυτών των γυναικών.
Αν και κάθε περίπτωση πρέπει να εξατομικεύεται, εντούτοις έχει αποδειχθεί από μεγάλη σειρά μελετών ότι από τις παραπάνω μεθόδους η εξωσωματική γονιμοποίηση έχει τα υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων ζωντανών εμβρύων.
Οι προγραμματισμένες επαφές και η σπερματέγχυση έχουν χαμηλά ποσοστά επιτυχίας και θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Όσον αφορά στη φαρμακευτική διέγερση, οι γυναίκες με υψηλή FSH και πολύ χαμηλή AMH είναι, είτε φτωχές απαντήτριες (δηλαδή παράγουν λιγότερα από 3 ωάρια ανά κύκλο διέγερσης), είτε έχουν κακή ποιότητα ωαρίων. Συνεπώς, η φαρμακευτική διέγερση είναι πολύ πιθανό να μην αποδώσει. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστεί ο φυσικός κύκλος, γνωστός ως «εξωσωματική χωρίς φάρμακα».
Τέλος, οι γυναίκες με πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια, θα μπορούσαν να βοηθηθούν από τη δωρεά ωαρίων.
Συνοψίζοντας, η βιολογική ηλικία των ωοθηκών έχει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία γονιμοποίησης και θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην απόφαση της μεθόδου αναπαραγωγής που θα ακολουθηθεί.