Οικονομική κρίση: Πως να μιλήσουμε γι’ αυτήν στα παιδιά;
Οι γονείς ανησυχούν τόσο για το μέλλον των παιδιών τους όσο και για την στάση που χρειάζεται να τηρήσουν απέναντί τους όσον αφορά στην κρίση επισημαίνει η κλινική ψυχολόγος Αλεξάνδρα Κερασιώτη και προσθέτει:
«Πολλοί αναρωτιούνται αν θα έπρεπε να μιλήσουν στα παιδιά τους για την κατάσταση, ωστόσο σιωπούν φοβούμενοι μήπως τα πληγώσουν. Παρά τη σιωπή και τις θετικές διαβεβαιώσεις τα παιδιά αντιλαμβάνονται την αλλαγή στις συνήθειες και στη διάθεση των γονιών. Συχνά καλούνται δίχως κατάλληλη στήριξη να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα. Αυτά τα διπλά μηνύματα επιτείνουν τη σύγχιση δημιουργώντας τους ανασφάλεια και απόγνωση. Η ύπαρξη μυστικών στην οικογένεια δυσχεραίνει επίσης την ποιότητα της επικοινωνίας μεταξύ των μελών δημιουργώντας ταμπού ζητήματα, που όλοι γνωρίζουν, αλλά απαγορεύεται να συζητήσουν».
Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης χρειάζεται να ειδωθεί ως μια ακόμη δοκιμασία ζωής, τονίζει η κ. Κερασιώτη, «την οποία καλείται κάθε οικογένεια να αντιμετωπίσει στο πλαίσιο μεγαλώματος των παιδιών της. Το πώς εξηγώ στο παιδί μου την οικονομική κρίση και τις συνοδές αλλαγές συνδέεται άμεσα αφενός με το πώς μεγαλώνω το παιδί μου και αφετέρου με το πώς κατανοώ και αντιμετωπίζω ο ίδιος τη νέα τάξη πραγμάτων. Απαραίτητη προϋπόθεση λοιπόν είναι πρώτα ο γονιός να στοχαστεί και να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια της επικρατούσας κατάστασης βρίσκοντας αποτελεσματικούς τρόπους διαχείρισής της.
Η σημερινή δυσχερής οικονομική και κοινωνική κατάσταση εμπεριέχει μια σειρά από απώλειες και απειλές της ασφάλειας σε όλα τα επίπεδα. Σε αυτές τις καταστάσεις ο δεσμός γονιών – παιδιού ενεργοποιείται, αφού το παιδί αναζητά εγγύτητα από μια φιγούρα πρόσδεσης για να αντλήσει ανακούφιση. Η αίσθηση προστασίας, ασφάλειας και εμπιστοσύνης που βιώνει ένα παιδί στη σχέση με το γονιό του είναι το αντίδοτο στην ανασφάλεια και αβεβαιότητα που απορρέουν λόγω της κρίσης. Ο ασφαλής δεσμός με το γονιό αποτελεί το λιμάνι του παιδιού, αφού του παρέχει προστασία, υποστήριξη, φροντίδα και περίεξη βοηθώντας το να επιβιώσει σωματικά και συναισθηματικά».
Τι χρειάζεται να κάνουμε ως γονείς;
Η ύπαρξη μιας ασφαλούς σχέσης μεταξύ γονιών – παιδιού που διακρίνεται από εμπιστοσύνη, αποδοχή, ασφάλεια και αγάπη με σαφή όρια αποτελεί σημαντικό εφόδιο στην αντιμετώπιση της κρίσης. Η αμεσότητα και ποιότητα στην επικοινωνία, η διαθεσιμότητα του γονιού και η ικανότητα του να ακούει το παιδί όποτε εκείνο το έχει ανάγκη βοηθούν αναμφισβήτητα στη βελτίωση της σχέσης.
Στο επίκεντρο χρειάζεται να τίθενται οι ανθρώπινες σχέσεις, αντίβαρο σε μια κοινωνία που ιδίως την τελευταία δεκαετία μαστιζόταν από άκρατο υπερκαταναλωτισμό και ναρκισσισμό δίνοντας αξία στο φαίνεσθαι και όχι στην ουσία των πραγμάτων. Τα παιδιά βιώνοντας στο οικογενειακό πλαίσιό τους έμπρακτα τη σπουδαιότητα του σχετίζεσθαι κατανοούν ότι το σημαντικότερο εφόδιο για την αντιμετώπιση των δυσκολιών στη ζωή είναι η ύπαρξη αγάπης, συνεργασίας και αλληλοστήριξης στην οικογένεια όσο και γενικότερα μεταξύ των ανθρώπων.
Η άκριτη έκφραση θυμού και μομφών από τους γονείς απέναντι σε όποιον θεωρούν υπεύθυνο για την κατάσταση δε βοηθά, αντίθετα επιτείνει συναισθήματα πικρίας. Η χρήση απτών καθημερινών παραδειγμάτων στην αλληλεπίδραση με το παιδί βοηθά στο να καταδείξει ο γονιός τη σημασία ανάληψης της προσωπικής ευθύνης στις δύσκολες καταστάσεις.
Ο γονιός χρειάζεται να διαχειρίζεται τη δυσφορία του με λειτουργικό τρόπο αποφεύγοντας εκρήξεις και καταστροφολογία και να διατηρεί αυτοέλεγχο στις καθημερινές δυσκολίες διαβεβαιώνοντας το παιδί ότι παρά τις δυσκολίες η οικογένεια θα το προστατέψει σε κάθε περίπτωση. Τα παιδιά τείνουν να αντιδρούν ανάλογα με το πώς νιώθουν οι γονείς τους. Επομένως, η γονεϊκή συμπεριφορά αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση όσον αφορά στην επεξεργασία αρνητικών συναισθημάτων. Όταν ο γονιός νιώθει ότι κατακλύζεται από στρες και θλίψη αδυνατώντας να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα νέα δεδομένα ζωής, οφείλει να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού, ώστε να θωρακιστεί σε πρώτη φάση ο ίδιος και στη συνέχεια, να βοηθήσει το παιδί του να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που προκύπτουν.
Η διατήρηση της καθημερινής ρουτίνας, των συνηθειών και των οικογενειακών εθίμων συμβάλλει στην επίτευξη ασφάλειας και σταθερότητας στην οικογένεια.
Η διεξαγωγή κοινών δραστηριοτήτων, εντός και εκτός σπιτιού, από όλα τα μέλη της οικογένειας προάγει τη δημιουργία θετικού κλίματος και αγαπητικών σχέσεων.
Η κατάρτιση κάποιου πλάνου επίλυσης προβλημάτων από κοινού με τα μεγαλύτερα παιδιά βοηθά έμπρακτα στην εύρεση λύσεων, στην ιεράρχηση των αναγκών και στην αναπλαισίωση της κρίσης.
Η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης βελτιώνει την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχοδιανοητική ανάπτυξη των παιδιών, στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση της παρούσας κατάστασης.
Τέλος, οι εξηγήσεις που δίνονται χρειάζεται να είναι συνοπτικές, εύληπτες και ανάλογες της αναπτυξιακής ηλικίας και των αναγκών κάθε παιδιού. Σε μικρότερα παιδιά που κατανοούν εν μέρει την κατάσταση οι πληροφορίες χρειάζεται να φιλτράρονται από τους γονείς, αφού λεπτομέρειες ενδέχεται να προκαλέσουν σύγχιση. Αντίθετα, παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας μπορούν να διεξάγουν λεπτομερέστερες συζητήσεις, να προτείνουν δημιουργικές λύσεις και γινόμενα κοινωνοί της τρέχουσας κατάστασης μαθαίνουν έμπρακτα να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής αναπτύσσοντας προσαρμοστικότητα κα ευελιξία.
Η κρίση μπορεί να αποτελέσει λοιπόν κίνδυνο, αλλά και ευκαιρία για τη σύσφιξη οικογενειακών δεσμών, την ανάπτυξη αλληλεγγύης στην κοινότητα, την αναδόμηση της κοσμοθεωρίας και του τρόπου ζωής και την εξέλιξη σε ατομικό πλαίσιο και σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
Αλεξάνδρα Κερασιώτη,κλινική ψυχολόγος