Iatropedia

Ορθοδοντική: Οι προκλήσεις στη φροντίδα ασθενών με αυτισμό

Πολλή αγάπη, υπομονή και εξειδίκευση χρειάζεται η ορθοδοντική φροντίδα των παιδιών με διαταραχές του φάσματος του αυτισμού, καθώς οι δυσκολίες στην επικοινωνία μεταξύ γιατρού και ασθενούς δημιουργούν ιδιαίτερες προκλήσεις.

«Οι διαταραχές του φάσματος του αυτισμού είναι πολύπλοκες αναπτυξιακές καταστάσεις οι οποίες διαταράσσουν την επικοινωνία και την κοινωνική, συμπεριφορική και νοητική λειτουργικότητα», λέει η Δρ. Κατερίνα Δούμα-Μιχελάκη, DDS, PhD, ειδική Ορθοδοντικός Παιδιών & Ενηλίκων (http://www.greatsmiles.gr). «Μερικοί πάσχοντες από αυτές μοιάζουν απόμακροι, αδιάφοροι ή αποστασιοποιημένοι από τα άλλα άτομα ή τον περίγυρό τους, ενώ άλλοι δεν αντιδρούν στα συνηθισμένα λεκτικά και κοινωνικά ερεθίσματα, όπως η φωνή ή το χαμόγελο του γονιού. Οι στερεότυπες ρουτίνες, οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, οι απρόβλεπτες σωματικές κινήσεις ή ακόμα και η αυτοτραυματική συμπεριφορά, που μπορεί να συνυπάρχουν με αισθητήριες αναπηρίες, νοητική υστέρηση ή επιληψία, θέτουν τους ασθενείς σε αυξημένο κίνδυνο εκδηλώσεως στοματικών νοσημάτων και μπορεί να περιπλέξουν την ορθοδοντική φροντίδα».

Παρότι ο αυτισμός και οι άλλες διαταραχές είναι αρκετά συχνές (στη χώρα μας, για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι προσβάλλουν περισσότερα από 25.000 παιδιά και ενήλικες), οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί για την οδοντιατρική και ορθοδοντική φροντίδα τους είναι λίγες.

Το 2013, επιστήμονες από την Ολλανδία και την Ελβετία δημοσίευσαν συνδυασμένη ανάλυση (μετανάλυση) όλων των σχετικών ερευνών που είχαν δημοσιευτεί έως εκείνη τη χρονιά, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά με αυτιστικές διαταραχές έχουν φτωχή στοματική υγιεινή και τις ίδιες (αν και συχνότερες) οδοντιατρικές ανάγκες με τους υγιείς συνομηλίκους τους.

Επιπρόσθετα, «πολύ συχνά έχουν κλινικές εκδηλώσεις που χρειάζονται ορθοδοντική αντιμετώπιση, όπως πρόσθια χασμοδοντία (απέχουν μεταξύ τους τα μπροστινά δόντια της άνω και κάτω γνάθου), οδοντικό συνωστισμό (τα δόντια δεν έχουν χώρο να αναπτυχθούν σωστά επειδή υπάρχει δυσαρμονία ανάμεσα στο μέγεθός τους και στο μέγεθος της γνάθου) και άλλα ορθοδοντικά προβλήματα λέει η Δρ. Δούμα-Μιχελάκη. «Ως φαίνεται, η φτωχή οδοντική υγιεινή σε συνάρτηση με επιβλαβείς συνήθειες όπως ο βρουξισμός (τρίζουν τα δόντια τους) και το δάγκωμα των χειλιών, που είναι συνηθισμένες στα παιδιά με αυτιστικές διαταραχές, οδηγούν σε προβλήματα σύγκλεισης που χρειάζονται έγκαιρη και σωστή αντιμετώπιση για να διορθωθούν».

Γενικά, φαίνεται πως οι περισσότεροι ασθενείς με μέτριες έως ήπιες αυτιστικές διαταραχές μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς στα γενικά οδοντιατρεία, αρκεί να ξεπεραστούν ορισμένα εμπόδια. Η ίδια μετανάλυση είχε δείξει ότι τα κυριότερα είναι η συμπεριφορά του παιδιού απέναντι στις οδοντικές πράξεις, το κόστος τους και η απουσία ασφαλιστικής κάλυψης γι’ αυτές. Πρόσθετα εμπόδια είναι η αποστροφή του ασθενούς για τις οδοντικές θεραπείες, οι επιπλοκές που συνδέονται με την πάθησή του, αλλά και οι δυσκολίες στον εντοπισμό ενός επαγγελματία υγείας που θα είναι πρόθυμος και θα έχει την αναγκαία εξειδίκευση για να ασχοληθεί με τόσο δύσκολα περιστατικά.

Το πρώτο και ίσως καθοριστικότερο βήμα για την καλή φροντίδα των ασθενών είναι να κατανοήσει σε βάθος ο ορθοδοντικός ιατρός τη συμπεριφορά και τις ιδιαιτερότητες των παιδιών. Οι αυτιστικές διαταραχές έχουν μεγάλο εύρος συμπτωμάτων και σοβαρότητας και μπορεί να απαιτηθούν πολλές, σύντομες επισκέψεις στο ιατρείο έως ότου συνηθίσει ο ασθενής το χώρο και αποδεχθεί την παρουσία του ορθοδοντικού, αλλά και των μηχανημάτων που θα χρησιμοποιήσει.

«Προτού γίνει το πρώτο ραντεβού με το παιδί, πρέπει να προηγηθεί συζήτηση των γιατρών και της οικογένειάς του με τον ειδικό στην οδοντική υγεία, στον οποίο θα δοθεί το αναλυτικό ιατρικό ιστορικό του και θα περιγραφούν τα συμπτώματά του», εξηγεί η Δρ. Δούμα-Μιχελάκη. «Οι δυσκολίες στην επικοινωνία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που πρέπει να διαχειριστούμε, διότι το παιδί μπορεί να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει και γιατί το κάνουμε ή να μην καταλαβαίνει τι του ζητάμε να κάνει».

Πολλά αυτιστικά παιδιά εξάλλου έχουν και διαταραχές στην αισθητηριακή επεξεργασία, οι οποίες έχουν ως συνέπεια να μην ερμηνεύονται σωστά από τον εγκέφαλο τα αισθητήρια μηνύματα. Έτσι, μπορεί για παράδειγμα μία μυρωδιά που είναι ευχάριστη για όλο τον κόσμο, να είναι απαίσια για το αυτιστικό παιδί ή να μην ανέχεται κάποια συγκεκριμένη υφή στο στόμα του.

Επιπρόσθετα, το παιδί μπορεί να τρομάζει από συνηθισμένες κινήσεις (π.χ. όταν κάποιος σηκώνεται απότομα από την καρέκλα του) και αυτό είναι κάτι που επίσης πρέπει να το γνωρίζει εκ των προτέρων ο ειδικός. Το ίδιο και αν έχει ξαναπάει στον οδοντίατρο ή τον ορθοδοντικό, τι οδοντικές πράξεις έκανε και ποια ήταν η έκβασή τους.

«Αυτές και πολλές άλλες παράμετροι πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν προετοιμαζόμαστε να δεχτούμε το παιδί, γιατί ο στόχος μας είναι σιγά-σιγά να το βοηθήσουμε να αισθανθεί άνετα μαζί μας και να μας εμπιστευθεί, ώστε τελικά να μπορέσουμε να του παράσχουμε τη φροντίδα που χρειάζεται», προσθέτει η ειδικός.

Και συνεχίζει: «Αυτός είναι και ο λόγος που κατά κανόνα η πρώτη συνάντηση μαζί του δεν γίνεται στην αίθουσα με τα μηχανήματα ούτε όταν έχει κόσμο το οδοντιατρείο, αλλά σε κάποια ήσυχη ώρα και σε ένα απλό δωμάτιο του γραφείου, γιατί πολύ συχνά οι δυνατοί ήχοι και ο πολύς κόσμος προκαλούν άγχος ή τρομάζουν τα παιδιά με αυτιστικές διαταραχές».

Στη διάρκεια αυτής και όσων επόμενων συναντήσεων χρειαστούν, ο ορθοδοντικός αξιολογεί τις κοινωνικές δεξιότητες του παιδιού, ελέγχοντας για παράδειγμα αν τον κοιτάει στα μάτια ή αποστρέφει το βλέμμα, αν χαμογελάει, αν και πόσα καταλαβαίνει απ’ όσα του λέει, αν έχει την ικανότητα να ακολουθεί απλές οδηγίες, αν βουρτσίζει τα δόντια του, αν μπορεί να γράφει κ.λπ.

Ανάλογα με τα προβλήματα που θα εντοπίσει, θα προτείνει ή/και θα εφαρμόσει τις κατάλληλες λύσεις, οι οποίες κατά κανόνα γίνονται ολοένα πιο αποτελεσματικές όσο περνά ο καιρός.

«Το να κάνει ένας ειδικός τη διαφορά στη στοματική υγεία ενός παιδιού με αυτισμό μπορεί να είναι μια αργή διαδικασία στην αρχή, αλλά με υπομονή και επιμονή μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα και ανεκτίμητα οφέλη και για τους δύο», καταλήγει η Δρ. Δούμα-Μιχελάκη.