Ο πρόωρος τοκετός δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα υπάρξει και κάποιο πρόβλημα. Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι ορισμένες επιπλοκές υγείας μπορεί να είναι και μακροπρόθεσμες, εκτός από βραχυπρόθεσμες για τα πρόωρα μωρά. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο πρόωρο γεννηθεί ένα μωρό, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος επιπλοκών. Το βάρος γέννησης παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο.
Μερικά προβλήματα μπορεί να είναι εμφανή κατά τη γέννηση, ενώ άλλα αναπτύσσονται αργότερα.
Πρόωρος τοκετός: Βραχυπρόθεσμες επιπλοκές
Στις πρώτες εβδομάδες, οι επιπλοκές της πρόωρης γέννησης μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Αναπνευστικά προβλήματα. Ένα πρόωρο μωρό μπορεί να έχει δυσκολία στην αναπνοή που οφείλεται σε ένα ανώριμο αναπνευστικό σύστημα. Αν οι πνεύμονες του μωρού δεν έχουν αρκετό επιφανειοδραστικό -μια ουσία που επιτρέπει στους πνεύμονες να διογκώνονται- το παιδί μπορεί να αναπτύξει σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, επειδή οι πνεύμονες δεν μπορούν να διαστέλλονται και να συστέλλονται κανονικά. Τα πρόωρα μωρά μπορούν επίσης να αναπτύξουν μια χρόνια πνευμονική νόσο γνωστή ως βρογχοπνευμονική δυσπλασία. Επιπλέον, ορισμένα πρόωρα μωρά βιώνουν παρατεταμένες παύσεις στην αναπνοή τους, πάθηση που είναι γνωστή ως άπνοια.
- Καρδιακά προβλήματα. Τα πιο συνηθισμένα προβλήματα εστιάζονται στον αρτηριακό πόρο και στην χαμηλή αρτηριακή πίεση (υπόταση). Το πρώτο είναι ουσιαστικά ένα άνοιγμα μεταξύ δύο μεγάλων αιμοφόρων αγγείων που φεύγουν από την καρδιά. Αν και αυτό το ελάττωμα συχνά κλείνει από μόνο του, αν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς και άλλες επιπλοκές.
- Προβλήματα στον εγκέφαλο. Όσο νωρίτερα γεννιέται ένα μωρό, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος αιμορραγίας στον εγκέφαλο. Οι περισσότερες αιμορραγίες είναι ήπιες και υποχωρούν από μόνες τους. Αλλά μερικά μωρά μπορεί να έχουν μεγαλύτερη αιμορραγία στον εγκέφαλο, κάτι που προκαλεί μόνιμη εγκεφαλική βλάβη. Οι μεγαλύτερες αιμορραγίες στον εγκέφαλο μπορεί να οδηγήσουν σε συσσώρευση υγρού στον εγκέφαλο επί σειρά εβδομάδων (υδροκέφαλο μωρό). Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να χρειαστεί μια επέμβαση για να γίνει παρακέντηση υγρού.
- Προβλήματα ελέγχου της θερμοκρασίας. Τα πρόωρα μωρά μπορεί να χάσουν γρήγορα τη θερμότητα του σώματός τους. Δεν έχουν αρκετό αποθηκευμένο λίπος και δεν μπορούν να παράγει αρκετή θερμότητα για να αντισταθμίσουν αυτή που χάνεται μέσω της επιφάνειας του σώματός τους. Αν η θερμοκρασία του σώματος πέσει πολύ χαμηλή, μπορεί να επέλθει υποθερμία. Η υποθερμία σε ένα πρόωρο μωρό μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστικά προβλήματα και χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Επιπλέον, ένα πρόωρο μωρό μπορεί να χρησιμοποιεί όλη την ενέργεια που παίρνει από το τάισμα μόνο για να παραμένει ζεστό, με αποτέλεσμα να μην μεγαλώνει κανονικά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα πρόωρα μωρά απαιτούν επιπλέον θερμότητα μέσα σε μια θερμοκοιτίδα, μέχρι να έχουν μεγαλώσει αρκετά ώστε να είναι σε θέση να διατηρούν τη θερμοκρασία του σώματός τους χωρίς βοήθεια.
- Γαστρεντερικά προβλήματα. Ο πρόωρος τοκετός είναι πιθανό να αφήσει το νεογέννητο παιδί με ένα ανώριμο γαστρεντερικό σύστημα και προδιάθεση σε επιπλοκές, όπως η νεκρωτική εντεροκολίτιδα. Πρόκειται για μια δυνητικά σοβαρή πάθηση, στην οποία τα επιθηλιακά κύτταρα του τοιχώματος του εντέρου έχουν υποστεί βλάβη, μπορεί να παρουσιαστεί σε πρόωρα μωρά, όταν ξεκινήσει το τάισμά τους. Τα πρόωρα μωρά που λαμβάνουν μόνο μητρικό γάλα έχουν πολύ χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης της νεκρωτικής εντεροκολίτιδας.
- Προβλήματα στο αίμα. Τα πρόωρα μωρά διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων του αίματος, όπως η αναιμία και ο ίκτερος. Η αναιμία είναι μια κοινή κατάσταση στην οποία το σώμα δεν έχει αρκετά ερυθρά αιμοσφαίρια. Αν και όλα τα νεογέννητα αντιμετωπίζουν μια αργή πτώση στον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους, η μείωση αυτή μπορεί να είναι μεγαλύτερη στα πρόωρα μωρά. Ο βρεφικός ίκτερος είναι ο κιτρινωπός χρωματισμός στο δέρμα και τα μάτια ενός νεογέννητου μωρού που συμβαίνει επειδή το αίμα του μωρού περιέχει πλεόνασμα μιας κίτρινης χρωστικής ουσίας από το ήπαρ, ή από τα ερυθρά αιμοσφαίρια (χολερυθρίνη).
- Προβλήματα μεταβολισμού. Τα πρόωρα μωρά συχνά έχουν προβλήματα με τον μεταβολισμό τους. Μερικά πρόωρα μωρά μπορεί να αναπτύξουν ένα ασυνήθιστα χαμηλό επίπεδο σακχάρου στο αίμα (υπογλυκαιμία). Αυτό μπορεί να συμβεί επειδή τα πρόωρα μωρά έχουν συνήθως μικρότερες εναποθέσεις γλυκογόνου (αποθηκευμένη γλυκόζη) από ό,τι τα τελειόμηνα βρέφη και επειδή το ανώριμο συκώτι τους έχει πρόβλημα στο να μετατρέπει το αποθηκευμένο γλυκογόνο σε γλυκόζη.
- Προβλήματα στο ανοσοποιητικό σύστημα. Ένα υπανάπτυκτο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να επιτρέψει μια μόλυνση. Η μόλυνση σε ένα πρόωρο μωρό μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα στο αίμα προκαλώντας σηψαιμία, μια απειλητική για τη ζωή επιπλοκή.
Πρόωρος τοκετός: Μακροχρόνιες επιπλοκές
Μακροπρόθεσμα, ο πρόωρος τοκετός μπορεί να οδηγήσει σε αυτές τις επιπλοκές:
- Εγκεφαλική παράλυση. Προκαλεί διαταραχή της κίνησης, της λειτουργίας των μυών και της στάσης του σώματος, που μπορεί να προκληθεί από μόλυνση, ανεπαρκή ροή του αίματος ή από κάποιον τραυματισμό στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του πρόωρου βρέφους τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και όταν το μωρό είναι ακόμα πολύ νεαρό και ανώριμο.
- Μειωμένες γνωστικές δεξιότητες. Κατά τη σχολική ηλικία, ένα παιδί που γεννήθηκε πρόωρα μπορεί να είναι πιο πιθανό να έχει μαθησιακές δυσκολίες.
- Προβλήματα όρασης. Τα πρόωρα νεογνά μπορεί να αναπτύξουν αμφιβληστροειδοπάθεια, μια ασθένεια που εμφανίζεται όταν τα αιμοφόρα αγγεία διογκώνονται και αυξάνουν υπερβολικά το φωτοευαίσθητο στρώμα νεύρων στο πίσω μέρος του ματιού (αμφιβληστροειδής). Μερικές φορές τα ανώμαλα αγγεία του αμφιβληστροειδούς πληγώνουν σταδιακά τον αμφιβληστροειδή, τραβώντας τον από τη θέση του. Όταν ο αμφιβληστροειδής τραβηχτεί μακριά από το πίσω μέρος του ματιού, αυτό λέγεται αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, μια κατάσταση που μπορεί να βλάψει την όραση και να προκαλέσει τύφλωση.
- Προβλήματα ακοής. Τα πρόωρα μωρά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για κάποιου βαθμού απώλεια ακοής.
- Οδοντικά προβλήματα. Τα πρόωρα μωρά που ήταν σε κρίσιμη κατάσταση έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οδοντικών προβλημάτων, όπως η καθυστερημένη ανάπτυξη των δοντιών, ο αποχρωματισμός των δοντιών και τα μη-ευθυγραμμισμένα δόντια.