Αν λάβουμε υπόψη ότι το 2017 τα κρούσματα ιλαράς ήταν 23.927, και το 2016 5.273, διαπιστώνουμε μια φοβερά δυναμική αυξητική τάση στην Ευρώπη που δεν μπορεί παρά να οφείλεται στο αντιεμβολιαστικό κίνημα. Οι ειδικοί μάλιστα το επισημαίνουν αυτό ως βασικό παράγοντα πρόκλησης του φαινομένου.
Ο εκπρόσωπος του ΠΟΥ Nedret Emiroglu ανέφερε ότι «τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι κάθε άνθρωπος που δεν έχει εμβολιαστεί για την ιλαρά είναι ευάλωτος, και κάθε χώρα θα πρέπει να επιδιώξει αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης».
Οι χώρες με τα περισσότερα κρούσματα ανάλογα τον πληθυσμό της είναι: Σερβία, Ουκρανία, Γεωργία, Ελλάδα, Ρουμανία, Ιταλία, Γαλλία, Σλοβακία, Ρωσία, Βρεττανία.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Τον περασμένο Ιανουάριο διαπιστώθηκε από τα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ ότι ο ρυθμός εβδομαδιαίας αύξησης των νέων κρουσμάτων είχε αυξηθεί. Συγκεκριμένα, την εβδομάδα 28 Δεκεμβρίου – 11 Ιανουαρίου, έφτασε τα 146 κρούσματα, έναντι 51 νέων κρουσμάτων την εβδομάδα 21 – 28 Δεκεμβρίου και 91 κρουσμάτων την εβδομάδα 14 – 21 Δεκεμβρίου.
Χαρακτηριστικό επίσης της κατάστασης ήταν ότι από τα μέσα Δεκεμβρίου 2017 ως τα μέσα Ιανουαρίου 2018, τα νέα κρούσματα αυξήθηκαν κατά 288 και από τα μέσα Νοεμβρίου 2017 έως τα μέσα Δεκεμβρίου 2017 σημειώθηκε αύξησης 303 κρουσμάτων.
Στις 15 Μαρτίου, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΕΛΠΝΟ, υπήρξαν 123 νέα κρούσματα σε μία εβδομάδα και ο συνολικός αριθμός των προσβληθέντων από ιλαρά έφτασε τους 2.099. Ήδη θρηνούσαμε 3 θύματα. Ο πρώτος θάνατος αφορούσε σε βρέφος Ρομά 11 μηνών, ανεμβολίαστο, ο δεύτερος αφορούσε σε 17χρονο Ρομά επίσης ανεμβολίαστο και ο τρίτος αφορούσε σε 35χρονη γυναίκα από το γενικό πληθυσμό, με αναφερόμενο εμβολιασμό με μία μόνο δόση εμβολίου ιλαράς ενώ χρειάζονται δύο!
Στις αρχές Ιουνίου, το ΚΕΕΛΠΝΟ κατέγραψε συνέχιση της αυξητικής πορείας της ιλαράς στην Ελλάδα, με επτά νέα κρούσματα κάθε μέρα! Κάπως έτσι, αρχές Ιουνίου είχαμε καταμετρήσει ήδη 3.065 κρούσματα! Τα περισσότερα εντοπίζονται στη νότια Ελλάδα, με συνέχιση όμως της αυξητικής τάσης και στα βόρεια της χώρας. Στη μεγάλη τους πλειονότητα τους είναι άτομα ελληνικής υπηκοότητας, κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά και άτομα από το γενικό πληθυσμό στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 44 ετών.