Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο κίνδυνος αναπνευστικών παθήσεων αργότερα στη ζωή σχετίζεται (και) με την έκθεση ενός παιδιού, όταν ακόμη βρίσκεται στη μήτρα, στις ψυχικές διαταραχές της εγκύου μητέρας του. Συνεπώς, σύμφωνα με τους επιστήμονες, τέτοια προβλήματα των παιδιών δεν προέρχονται μόνο από γενετικούς, κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Εβέλιεν βαν Μιλ του Τμήματος Παιδιατρικής του Ιατρικού Κέντρου Έρασμος του Ρότερνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο πνευμονολογικό περιοδικό «Thorax», ανέλυσαν στοιχεία για 4.231 παιδιά ηλικίας δέκα ετών, εκ των οποίων σχεδόν το 6% είχε άσθμα. Παράλληλα, ελήφθη υπόψη η αξιολόγηση μέσω ερωτηματολογίου της ψυχικής κατάστασης των μητέρων, όταν ήταν έγκυες.
Όπως διαπιστώθηκε, τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζονταν με αυξημένο κατά 45% έως 92% κίνδυνο για την ύπαρξη άσθματος στα παιδιά τους μετά από μία δεκαετία. Η ψυχική κατάσταση του πατέρα δεν φάνηκε να παίζει αντίστοιχο ρόλο.
Οι ερευνητές θεωρούν ως πιθανότερη βιολογική εξήγηση την παραγωγή ορμονών του στρες από τις έγκυες, κάτι που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη των πνευμόνων του εμβρύου.