Iatropedia

Πώς επηρεάζει η κλιματική αλλαγή τη γονιμότητα των γυναικών

woman fertility

Τι δείχνουν μελέτες για τις επιπτώσεις της ζέστης στο ωοθηκικό απόθεμα, αλλά και στο έμβρυο μετά τη σύλληψη.

Ο ήλιος παρέχει πολλά οφέλη στην υγεία, αλλά η έντονη και παρατεταμένη ζέστη ασκεί αρνητική επίδραση στη γονιμότητα και τα ποσοστά γεννήσεων, σύμφωνα με πολλές μελέτες.

Το κοινό συμπέρασμά τους είναι ότι, καθώς η κλιματική αλλαγή αυξάνει τις θερμοκρασίες, τον αριθμό και τη σφοδρότητα των κυμάτων καύσωνα, πλήττεται ολοένα περισσότερο η ικανότητα σύλληψης και γέννησης υγιών βρεφών.

«Επιστημονικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι στα επόμενα 50 χρόνια η έκθεση σε ακραία ζέστη θα τετραπλασιαστεί συγκριτικά με έναν αιώνα πριν», αναφέρει ο Δρ Ιωάννης Παπακωνσταντίνου, μαιευτήρας γυναικολόγος με εξειδίκευση στην Γυναικολογική Ενδοκρινολογία, την υπογονιμότητα και την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. «Το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν, ιδίως από τις γυναίκες που καθυστερούν τη μητρότητα και την επιδιώκουν όταν ήδη έχει μειωθεί η λειτουργία των ωοθηκών τους. Και αυτό διότι το θερμικό στρες προκαλεί βλάβη στα ωάρια, στην ποιότητά τους και βλάπτει την ωορρηξία».

Αν και χρειάζονται περισσότερες μελέτες που να εξετάζουν τη βαθύτερη σχέση μεταξύ θερμοκρασίας περιβάλλοντος και γονιμότητας στον άνθρωπο, από τα μέχρι σήμερα δεδομένα φαίνεται ότι οι γυναίκες είναι δυσκολότερο να συλλάβουν όταν εκτίθενται παρατεταμένα σε ακραία ζέστη.

Δημογραφικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι ο ζεστός καιρός προκαλεί σημαντική μείωση στα ποσοστά γεννήσεων 8 έως 10 μήνες αργότερα. Το ίδιο ισχύει άλλωστε και για άλλα θηλαστικά, για τα οποία είναι καλά τεκμηριωμένο ότι οι υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν τη γονιμότητά τους. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις επιπτώσεις που έχει η ζέστη στην αναπτυξιακή ικανότητα των ωαρίων.

Επιπτώσεις στα ωοθυλάκια

Μια από τις πιο πρόσφατες μελέτες δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Fertility and Sterilty. Αμερικανοί επιστήμονες θέλησαν να διερευνήσουν εάν η υπερβολική ζέστη επηρεάζει τον αριθμό των ωοθυλακίων του άντρου.

Το άντρον είναι μία κοιλότητα γεμάτη υγρό που δημιουργείται κατά την ωρίμανση (ανάπτυξη) των ωοθυλακίων από την αρχέγονη μορφή σε δευτερογενή ωοθυλάκια.

Η μέτρηση των ωοθυλακίων με άντρο αποτελεί αξιόπιστη μέτρηση του ωοθηκικού αποθέματος. Διενεργείται για τη διερεύνηση της υπογονιμότητας και του αναπαραγωγικού δυναμικού, ιδίως σε γυναίκες άνω των 30 ετών. Τα  αποτελέσματα της μέτρησης λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον προγραμματισμό μιας εγκυμοσύνης.

Η μέτρηση πραγματοποιείται και πριν την έναρξη ενός κύκλου εξωσωματικής, για να αξιολογηθεί η απάντηση των ωοθηκών στα πρωτόκολλα διέγερσης.

Η μελέτη έδειξε η έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες σχετίζεται με χαμηλότερο απόθεμα ωοθυλακίων. Κάθε αύξηση κατά 1°C στη μέση μέγιστη θερμοκρασία κατά τη διάρκεια των 90 ημερών πριν από τη εξέταση, συσχετίστηκε με μείωση κατά 1,6% του αριθμού των ωοθυλακίων σε φάση άντρου.

Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι η σταθερή αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, μπορεί να επιταχύνει την αναπαραγωγική γήρανση των γυναικών. Το εύρημα αυτό αντικατοπτρίζει εμμέσως τις σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει η ζέστη στο μελλοντικό μέγεθος και στη δομή του πληθυσμού.

Και ορμονικές συνέπειες

Επιπλέον, το θερμικό στρες μπορεί να αλλάξει την ορμονική ισορροπία και τον εμμηνορροϊκό κύκλο, οδηγώντας ακόμα και αμηνόρροια, αναφέρει ο Δρ. Παπακωνσταντίνου.

Έχει επίσης συνέπειες στο έμβρυο μετά τη σύλληψη. «Η απελευθέρωση προσταγλανδίνης ή ωκυτοκίνης που προκαλείται από την αφυδάτωση, μπορεί να γίνει αιτία συσπάσεων και πρόωρου τοκετού», εξηγεί. Είναι επίσης πιθανό να οδηγήσει σε ανώμαλη ροή αίματος και στη συνέχεια σε:

«Όλ’ αυτά αποτελούν λόγους θνησιγένειας», τονίζει ο ιατρός. Ωστόσο, η ζέστη αποτελεί μόνον έναν από τους  παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα.

Οι άλλοι παράγοντες

Οι συνηθέστερες αιτίες αδυναμίας σύλληψης μετά από εντατική προσπάθεια είναι:

Δυσκολία τεκνοποίησης φέρνουν και κάποιες προσωπικές επιλογές, όπως:

«Φαινόμενο της εποχής μας ωστόσο είναι η υπογονιμότητα που οφείλεται σε καθυστερημένη (συχνά δικαιολογημένη) απόφαση των γυναικών να αποκτήσουν παιδιά σε μεγάλη ηλικία», προσθέτει ο Δρ. Παπακωνσταντίνου. «Μετά τα 35 χρόνια, όμως, μειώνεται τόσο ο αριθμός όσο και η ποιότητα των ωαρίων. Η πιθανότητα εγκυμοσύνης με φυσικό τρόπο πέφτει στο μισό σχεδόν, οπότε η μοναδική επιλογή είναι η  σύλληψη με τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής».

Τι μπορούν να κάνουν οι γυναίκες

Ο τομέας αυτός έχει κάνει τεράστια πρόοδο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες καθώς έχουν αναπτυχθεί νέες εξετάσεις, τεχνικές και φάρμακα, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλά ζευγάρια που δεν είχαν παλαιότερα επιλογές, να συλλάβουν και να γεννήσουν δικά τους υγιή παιδιά.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η πιο αποτελεσματική τεχνική, κατά την οποία χρησιμοποιούνται είτε ωάρια και σπέρμα του ζευγαριού, είτε δότη. Ως διαδικασία διαρκεί περίπου 2 έως 3 εβδομάδες και απαιτεί τη συλλογή ώριμων ωαρίων, τη γονιμοποίησή τους σε εργαστήριο και τη τοποθέτηση των εμβρύων στη μήτρα.

Το ποσοστό επιτυχίας εξαρτάται από την αιτία της υπογονιμότητας, την ηλικία της γυναίκας (όσο νεότερη είναι τόσο περισσότερες οι πιθανότητες) καθώς και από τους κύκλους διέγερσης.

Γι’ αυτό οι γυναίκες που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά πρέπει από νωρίς:

«Όσες γνωρίζουν, δε, την ύπαρξη παθήσεων που εμποδίζουν μια εγκυμοσύνη δεν πρέπει να καθυστερούν, αλλά να παίρνουν την απόφαση όσο είναι ακόμα νέες για να αυξήσουν τις πιθανότητες απόκτησης παιδιών», καταλήγει ο Δρ. Παπακωνσταντίνου.

Φωτογραφία: iStock