Iatropedia

Η σημασία της βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη

 Η εγκυμοσύνη αντιπροσωπεύει μια περίοδο δυναμικών αλλαγών αναφορικά με τη δομή και τη φυσιολογία τόσο της μητέρας όσο και του αναπτυσσόμενου εμβρύου.

Mετά τη 12η εβδομάδα τα επίπεδα της ενεργού μορφής της βιταμίνης 1,25 (ΟΗ)2D διπλασιάζονται ώστε να διασφαλιστεί η απαιτούμενη ποσότητα ασβεστίου για τη διατήρηση του οστικού ιστού στη μητέρα αλλά και η ομαλή ενδομήτριος ανάπτυξη του εμβρυϊκού σκελετού.

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D στη μητέρα σχετίζεται  με διαταραχές του μεγέθους των  οστών και της οστικής πυκνότητας μετά τη γέννηση ενώ  είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση του κινδύνου εμφάνισης οστεοπορωτικού κατάγματος στη ενήλικο ζωή. Επιπλέον,η ανοσο-ρυθμιστική δράση της βιταμίνης D, ελέγχει καθοριστικά την ανοσοβιολογική ανεκτικότητα της μητέρας στο εμβρυϊκό DNA, δηλαδή την αναγνώριση του εμβρύου από το ανοσοποιητικό της σύστημα. Επίσης, συμβάλλει στην πρόληψη της φλεγμονής και στη καλή λειτουργία του αγγειακού τοιχώματος προλαμβάνοντας έτσι την ισχαιμία του πλακούντα και την προεκλαμψία, μία σοβαρή υπερτασική διαταραχή της κύησης.

Οι χαμηλές συγκεντρώσεις βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη  σχετίζονται επίσης με:

Παγκοσμίως, 54% των εγκύων γυναικών και 75% των νεογέννητων παρουσιάζουν έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D. Η συστηματική χορήγηση βιταμίνης D συνιστάται πλέον σε έγκυες γυναίκες όμως, η συνιστώμενη ημερήσια δόση και η χρονική περίοδος έναρξης της θεραπείας, ποικίλλει.

Καθώς περαιτέρω έρευνες θα επικεντρωθούν στα πιθανά οφέλη και τη βέλτιστη δοσολογία της βιταμίνης D κατά την εγκυμοσύνη, γίνεται κατανοητό ότι η επαρκής διατροφική πρόσληψη μέσω της κατανάλωσης πλούσιων σε βιταμίνη D τροφών, όπως λιπαρών ψαριών ή εμπλουτισμένων με vit D  γαλακτοκομικών προϊόντων, συμβάλλει αποτελεσματικά στην καλή υγεία της μητέρας και του εμβρύου.

 

Ευάγγελος Ι. Καζάκος, MD, MSc, PhD, DTM&H

Ιατρός Βιοπαθολόγος