Η «σκηνοθεσία του εαυτού» στα social media και η αδυναμία συγκέντρωσης των εφήβων
Του: Χάρη Καραμπέτσου *
Στην εποχή μας βιώνουμε μια ύπουλη επιδημία αδυναμίας της συγκέντρωσης, όπου πανίσχυρες δυνάμεις και εταιρίες ανταγωνίζονται στην «αγορά της προσοχής», αποδυναμώνοντάς μας. Όπως λέει ο Τριστάν Χάρις– ακτιβιστής πρώην υπάλληλος της google- «ενώ προσπαθείς να εξασκήσεις τον αυτοέλεγχο σου, πίσω από την οθόνη εργάζονται 100 μηχανικοί εναντίον σου. Ο αγώνας είναι άνισος.»
Πνιγόμαστε στην πληροφορία και έχουμε ενίοτε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε εμείς να έχουμε τον έλεγχο, ενώ γινόμαστε πειραματόζωα σε ένα πείραμα χειραγώγησης μας. Επειδή αδυνατούμε να εστιάσουμε κάπου για αρκετή ώρα, γινόμαστε επιφανειακοί στοχαστές, θυσιάζουμε την εμβάθυνση και έτσι υπονομεύουμε την ικανότητα μας να λύνουμε τα όλο και πιο πολύ πολύπλοκα προβλήματα μας.
Το μήνυμα του facebook,του instagram, του tik tok, είναι ότι πρέπει κανείς να επιδεικνύεται διαρκώς στους άλλους. Ο καταναλωτής παίζει με τα πράγματα όπως παίζουν τα παιδιά, επιζητώντας ναρκισσιστικά την προσοχή. Αναζητά επίσης τα υποκατάστατα της χαράς της ύπαρξης στις διάφορες ευχαριστήσεις και τις ηδονές του καταναλωτισμού, οι οποίες όμως δεν βρίσκονται στο κέντρο της ύπαρξης, ώστε να του δώσουν νόημα και χαρά. Ακόμα και στις σχέσεις με τον Άλλο αναζητά την άμεση ευχαρίστηση, το «να περνά καλά» και να διασκεδάζει, αντί του να είναι καλός και να ψυχαγωγείται.
Οι έφηβοι και η καθημερινή σκηνοθεσία του εαυτού
Στην ρευστή εποχή μας της «αυτοπραγμάτωσης χωρίς όρους» οι έφηβοι ιδίως και οι νέοι καταφεύγουν όλο και πιο πολύ στο διαδίκτυο. Είναι ο πιο σύγχρονος και ρευστός μη τόπος, που ενισχύει τη ναρκισσιστική αναδίπλωση και την καθημερινή σκηνοθεσία του εαυτού. Ξημεροβραδιάζονται στα ΜΜΕ σε μια διαρκή και ελκυστική πλοήγηση στο «φαίνεσθε», εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο, χωρίς να μπορούν να αναγνωρίζουν ότι είναι μέρος μια αύξουσας διαταραχής εθισμού. Η εξουσία των ΜΜΕ δεν επιβάλλεται με τη βία, αλλά μέσω της άμεσης ευχαρίστησης που προσφέρουν.
Οι εξαρτήσεις γενικότερα είναι ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο σύμπτωμα της μεταμοντέρνας εποχής, η οποία προάγει την παράκαμψη του Άλλου και την ένωση με μια ουσία, ή με ηλεκτρονικά υποκατάστατα σχέσεων. Την ίδια στιγμή τόσοι και τόσοι χρήστες του διαδικτύου κραυγάζουν κάθε μέρα, κάθε ώρα την άποψη τους σε αγνώστους και ψευτογνωστούς. Αποσπώνται από τη ζωή τους σχολιάζοντας διαρκώς τι λένε οι άλλοι, «οι κλέφτες του χρόνου» τους. Έτσι καθιστούν πολλές φορές διάσημους ανθρώπους χωρίς καμία ιδιότητα και παιδεία (influencers).
Οι καθημερινές αυτές εκρήξεις γνώμης καταργούν τη συζήτηση ως ευκαιρία για μάθηση και ανάπτυξη της επικοινωνίας και της δημιουργικότητας. Ακυρώνουν την αναζήτηση και το σεβασμό της γνώσης, της επιστήμης, της αυθεντικότητας. Η νοσηρότητα εξαπλώνεται μέσω της εθιστικής δράσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία επιβάλουν την ατζέντα των συναισθημάτων και ιδεών που είναι ευκαιριακά σωστό να υιοθετήσουμε. Ο λόγος του βιβλίου, αντιθέτως, μας ωθεί να περιορίσουμε την προσοχή σε ότι αξίζει να εμβαθύνουμε, αναγιγνώσκοντας – ενώ διαβάζουμε – τις δικές μας σκέψεις, συναισθήματα και σχέσεις. Είναι ενδεικτικό ότι οι νέοι σήμερα δυσκολεύονται να διαβάσουν μεγάλα κείμενα, το οποίο σε λίγο καιρό θα γίνει ίσως ειδική ενασχόληση και ικανότητα μιας κάποιας ελίτ ανθρώπων με παιδεία.
Πώς μπορεί να βοηθήσει η οικογένεια
Σκοπός μας λοιπόν, είναι να καταστήσουμε τους γονείς ικανούς να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, γιατί συμβαίνει και τι μπορούν να κάνουν για να επιφέρουν χρήσιμες αλλαγές στη σχέση με τους εφήβους τους. Να διευρύνουν δηλαδή την κατανόηση και να αποκτήσουν δεξιότητες για να θέσουν αυτή την κατανόηση σε εφαρμογή. Ένα κλειδί στην επικοινωνία μαζί τους είναι η αναγνώριση ότι είναι οι συμπεριφορές τους που θέλουμε να αλλάξουν και όχι αυτοί οι ίδιοι, που τους αγαπάμε χωρίς όρια.
Εξ΄αυτού έχουμε το καθήκον αλλά και το δικαίωμα, να τους αναθρέφουμε με σταθερά όρια, αντί να αντιδρούμε ευκαιριακά στην αντιδραστικότητα τους.
Όπως λέει ο Μπρεχτ: «το ποτάμι που είναι ορμητικό το λέμε βίαιο, την κοίτη του όμως ποιος την εξετάζει;». Μαθαίνουμε να αντέχουμε το θυμό τους, γιατί έχουν ανάγκη να μας στοχοποιήσουν για να μπορέσουν να αποχωριστούν από κάτι που έχουν ακόμη ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα επιθυμούν να συνεχίσουμε να νοιαζόμαστε γι’ αυτούς.
Η γονική εξουσία και κυρίως η πατρική είναι απαραίτητη στην εφηβεία. Δεν πρέπει να συγχέουμε την έννοια της εξουσίας με τον αυταρχισμό, ο οποίος δεν «περνάει» πια στην εφηβεία. Πολλές φορές οι έφηβοι ξεφεύγουν από τη δύσκολη ή βαρετή πραγματικότητα της οικογένειας τους, ζητώντας την έγκριση του εξωραϊσμένου εαυτού από το πλήθος των αγνώστων. Ο νέος έχει ανάγκη την εξουσία και την αναγνωρίζει σε κάποιον όμως, ο οποίος τον νοιάζεται και τον αγαπά. Είναι έτοιμος να υπακούσει σε ένα τέτοιο πατέρα και να αποδεχθεί τους νόμους και τους κανόνες του, εξελίσσοντας τους πολλές φορές σε μια δημιουργική σύνθεση.
Επίσης μέσα από την αγάπη της μητέρας μαθαίνει μια αλήθεια για τον εαυτό του, μαθαίνει ν’ αγαπιέται και το ποιος μπορεί να γίνεται. Όλο αυτό μας θυμίζει αυτό που συμβαίνει σε μια ψυχοθεραπεία. Μέσα από την μεταβίβαση, τα ασυνείδητα δηλαδή συναισθήματα αγάπης και οργής για τους γονείς, που μεταφέρονται στον αναλυτή, ο αναλυόμενος περιμένει να μάθει για τον εαυτό του. Η ψυχοθεραπευτική σχέση γίνεται μαία των δυνατοτήτων του.
Όπως λέει ο Μπρεχτ: «αγάπη είναι να κάνουμε κάτι για τις ικανότητες του άλλου». Η ματιά μας και ο λόγος μας συνδημιουργούν τον κόσμο γύρω μας και είναι η βάση μιας βαθιάς ιστορίας αγάπης, όπως η ψυχαναλυτική σχέση. Όπως μας λέει ο Πλάτων: «ει ψυχή θέλει γνώσεσθαι σεαυτήν, εις ψυχή βλεπτέον».
Κοιτάζοντας τα παιδιά μας με μια ματιά ευχής-προσευχής και μιλώντας περισσότερο μαζί τους, όχι μόνο τα βοηθάμε, αλλά ξυπνάμε και τη δική μας ικανότητα να μετατοπιζόμαστε και να βλέπουμε εκ νέου το θαύμα της ζωής και της γονιμότητας του κόσμου.