Άγχος και αγχώδης διαταραχή: ποιες είναι οι διαφορές
Τα συμπτώματα αυτά, όσο κι αν μοιάζουν απειλητικά, είναι φυσιολογικά. «Είναι ο τρόπος που έχει ο οργανισμός για να προετοιμαστεί να παλέψει ή να ξεφύγει από μία κατάσταση, άνθρωπο ή συνθήκη που εκλαμβάνει ως απειλή», λέει ο νευρολόγος-ψυχίατρος Δρ. Νίκος Ε. Δέγλερης, διδάσκων Ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο Paris V, στη Γαλλία.
«Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο καρδιακός παλμός και η αναπνοή επιταχύνονται για να προωθηθεί οξυγονωμένο αίμα στους μυς που προετοιμάζονται για μάχη ή για τροπή σε φυγή. Το άγχος είναι επίσης κινητήριος δύναμη που μπορεί, λ.χ., να μας οδηγήσει εγκαίρως στη δουλειά, να μας ωθήσει να διαβάσουμε σκληρά για τις εξετάσεις ή να μας αποθαρρύνει από μια νυκτερινή βόλτα σε έναν έρημο δρόμο».
Πρακτικά αυτά σημαίνουν ότι όχι μόνο είναι φυσιολογικό να νιώθουμε άγχος, αλλά βοηθάμε και τον εαυτό μας. Τα δύσκολα αρχίζουν όταν απορρυθμίζονται οι εσωτερικοί μηχανισμοί αντίδρασης στα αγχώδη γεγονότα/ανθρώπους/συνθήκες και αρχίζουν οι υπερβολικές αντιδράσεις ή οι αντιδράσεις σε λάθος στιγμές.
Στην πραγματικότητα, η σοβαρότητα των συμπτωμάτων και η ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει ό,τι του συμβαίνει ξεχωρίζουν το κοινό άγχος από τις αγχώδεις διαταραχές.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι 264 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν από κάποια αγχώδη διαταραχή. Στην Ευρώπη ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 36,17 εκατομμύρια (ή στο 14% του γενικού πληθυσμού).
Οι αγχώδεις διαταραχές είναι πιο συχνές στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, ενώ σε ετήσια βάση ποσοστό έως και 7% των ανθρώπων εκδηλώνουν κάποια από αυτές.
Τί είναι όμως αυτές οι διαταραχές; «Ουσιαστικά πρόκειται για επίμονο, υπερβολικό άγχος και φόβο που προκαλούνται από καταστάσεις που δεν συνιστούν αληθινή απειλή», απαντά ο Δρ. Δέγλερης. «Τα συναισθήματα αυτά προκαλούν πολλά και διαφορετικά ψυχοσωματικά συμπτώματα τα οποία, αναλόγως με το είδος και τη σοβαρότητα της διαταραχής, μπορεί να είναι ακόμα και καθημερινά».
Στα πιθανά ψυχοσωματικά συμπτώματα των αγχωδών διαταραχών συμπεριλαμβάνονται δυσκολίες στον ύπνο και κατ’ επέκταση κόπωση, δυσκολίες στην συγκέντρωση, ευερεθιστότητα, συνεχής εγρήγορση, συνεχής ένταση και αδυναμία χαλάρωσης, ευσυγκινησία, ταχυπαλμίες, «φτερουγίσματα» της καρδιάς, ίλιγγος, τάσεις λιποθυμίας, εφίδρωση, ναυτία, πόνος στο στήθος, πονοκέφαλος, ανορεξία κ.λπ.
Μερικές από τις πιο συνηθισμένες αγχώδεις διαταραχές είναι οι εξής:
* Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή. Χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγωνία για πολλά θέματα, η οποία εκδηλώνεται πολύ συχνά (τις περισσότερες ημέρες επί ένα τουλάχιστον εξάμηνο). Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή συνήθως επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητα του ασθενούς.
* Διαταραχή κοινωνικού άγχους (ή κοινωνική φοβία). Οι πάσχοντες αισθάνονται έντονο άγχος στις κοινωνικές περιστάσεις ή όταν καλούνται να κάνουν κάτι ενώπιον κοινού (π.χ. να δώσουν μία ομιλία).
* Φοβίες. Ο πάσχων μπορεί να εκδηλώσει ακραίο άγχος όταν έρθει αντιμέτωπος ή ακόμα και σκεφτεί αυτό που τον φοβίζει και το οποίο μπορεί να είναι οτιδήποτε (ζώο, αντικείμενο, έντομο, κατάσταση κ.λπ.).
* Διαταραχή πανικού. Είναι γνωστή και ως κρίσεις πανικού. Πρόκειται για αιφνίδια, έντονα επεισόδια ταχυπαλμίας, δύσπνοιας και άκρατου τρόμου.
«Οι αγχώδεις διαταραχές έχουν βαρύ τίμημα στην υγεία, καθώς προκαλούν συνεχείς αυξήσεις στα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης και της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης», λέει ο Δρ. Δέγλερης. «Με το πέρασμα του χρόνου οι αυξήσεις αυτές συμβάλλουν στην εκδήλωση καρδιολογικών προβλημάτων, εγκεφαλικών επεισοδίων, νεφρικής νόσου και άλλων προβλημάτων υγείας».
Η ποιότητα ζωής των ασθενών επίσης υποβαθμίζεται, καθώς πασχίζουν καθημερινά να αποφύγουν το αντικείμενο του άγχους τους και το μυαλό τους απασχολείται συνεχώς με το πως θα τα καταφέρουν. Η συνέπεια είναι να διαταράσσονται οι διαπροσωπικές σχέσεις τους και να αντιμετωπίζουν προβλήματα στο σπίτι, στη δουλειά και σε κάθε κοινωνική συναναστροφή.
Ευτυχώς υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστούν οι αγχώδεις διαταραχές. Μέθοδοι που μπορεί να αποδώσουν είναι:
* Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής. Όπως η αποφυγή της καφεΐνης, η συστηματική γυμναστική και η αποφυγή φαρμάκων ή ουσιών που μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα άγχους.
* Τεχνικές χαλάρωσης. Όπως ο διαλογισμός, οι βαθιές ανάσες, η ενσυνειδητότητα (mindfulness) και οι τεχνικές που καταπραΰνουν την μυϊκή ένταση και παρέχουν χαλάρωση.
* Μέθοδοι ψυχολογικής υποστήριξης. Όπως η γνωστική (ή γνωσιακή) συμπεριφορική θεραπεία και η ελεγχόμενη έκθεση στο φοβικό αντικείμενο. Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία διδάσκει στο άτομο να σκέπτεται και να συμπεριφέρεται με διαφορετικό τρόπο, ώστε να επαναδιαμορφώσει τις σκέψεις που του προκαλούν άγχος. Όσον αφορά την έκθεση στο φοβικό αντικείμενο, αυτή γίνεται υπό την καθοδήγηση του θεραπευτή και βοηθάει τους πάσχοντες να μάθουν σταδιακά να αντέχουν το φοβικό αντικείμενό τους και να ελέγχουν την αγωνία που νιώθουν.
* Φαρμακευτική αγωγή. Στους ασθενείς μπορεί να χορηγηθεί από τον ψυχίατρο αγχολυτική και ηρεμιστική θεραπεία, όπως φάρμακα της οικογένειας των βενζοδιαζεπινών ή των αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs).
«Στις περισσότερες περιπτώσεις αποδοτικότεροι είναι οι συνδυασμοί των παραπάνω τεχνικών», λέει ο Δρ. Δέγλερης. «Έχει διαπιστωθεί ότι ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η παροδική καταπράυνση του άγχους με φαρμακευτική αγωγή ενώ παράλληλα ο ασθενής υποβάλλεται σε ψυχολογική υποστήριξη για να ενισχύσει την ικανότητά του να αντιμετωπίζει τις πηγές του άγχους του».