Η μελέτη -μια συστηματική ανασκόπηση των έως τώρα επιστημονικών ερευνών πάνω στο ζήτημα- έγινε μετά από αίτημα διακομματικής επιτροπής του βρετανικού κοινοβουλίου, στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνας στη χώρα για την πολυφαρμακία και την υπερσυνταγογράφηση.
Οι καθηγητές Τζέιμς Ντέιβις του Πανεπιστημίου Ροεχάμπτον του Λονδίνου και Τζον Ριντ του Πανεπιστημίου του Ανατολικού Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα εθιστικής συμπεριφοράς «Addictive Behaviors«, σύμφωνα με τη βρετανική «Γκάρντιαν», επισημαίνουν ότι οι υπάρχουσες οδηγίες στους γιατρούς θεωρούν πως τα συμπτώματα μετά τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών είναι συνήθως ήπια και δεν ξεπερνούν τη μία έως δύο εβδομάδες σε διάρκεια, πράγμα που όμως συχνά δεν αληθεύει. Όχι σπάνια, τα συμπτώματα στέρησης είναι αρκετά σοβαρά και διαρκούν για πολλούς μήνες.
Αυτό, μεταξύ άλλων, έχει ως συνέπεια να συνταγογραφούνται τα εν λόγω φάρμακα για περισσότερο χρόνο από ό,τι θα έπρεπε. Οι δύο βρετανοί επιστήμονες εκτιμούν ότι το υψηλό ποσοστό των συμπτωμάτων στέρησης εξηγεί εν μέρει γιατί αρκετοί ασθενείς συνεχίζουν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά χάπια για μακρύ χρονικό διάστημα, καθώς δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τα στερητικά συμπτώματα και έτσι αναγκάζονται να συνεχίσουν τη θεραπεία. Μερικές φορές οι γιατροί νομίζουν ότι οι ασθενείς έχουν υποτροπιάσει και γράφουν μια νέα συνταγή για αντικαταθλιπτικά.
Τα σύγχρονα αντικαταθλιπτικά, όπως η κατηγορία των αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (γνωστά ως SSRI), που περιλαμβάνει φάρμακα όπως τα Prozac και Seroxat, έγιναν δημοφιλή τα τελευταία χρόνια, επειδή -αντίθετα με άλλες κατηγορίες παλαιότερων φαρμάκων όπως οι βενζοδιαζεπίνες (π.χ. «βάλιουμ»)- υποτίθεται ότι δεν δημιουργούν εθισμό και είναι ευκολότερο για τον ασθενή να τα σταματήσει χωρίς πρόβλημα.
Όμως, ούτε η νέα γενιά αντικαταθλιπτικών είναι απαλλαγμένη από πιθανά φαινόμενα στέρησης, όπως ζαλάδες, ιλίγγους, ναυτία, αϋπνία, πονοκεφάλους, αίσθημα κόπωσης, δυσκολία νοητικής συγκέντρωσης κ.α. Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτά τα συμπτώματα είναι συνήθως ελαφριά και βραχύχρονα.
Η νέα μελέτη συμπέρανε ότι το πρόβλημα είναι σοβαρότερο από ό,τι είχε εκτιμηθεί έως τώρα. Διαπίστωσε ότι -ανάλογα με την έρευνα που εξέτασε- το 27% έως 86% των ασθενών έχουν φαινόμενα στέρησης, με μέσο όρο το 56%, δηλαδή πάνω από τους μισούς ασθενείς.
Η χορήγηση αντικαταθλιπτικών εμφανίζει αύξηση διαχρονικά στις ανεπτυγμένες χώρες. Εκτιμάται ότι περίπου ένας στους επτά ενηλίκους παίρνει αντικαταθλιπτικά μέσα στο έτος, ενώ από αυτούς τουλάχιστον ένας στους δύο τα παίρνει για πάνω από δύο χρόνια.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ