Η μελέτη, η πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα, επισημαίνει ότι η ψυχική υγεία όσων αρρώστησαν από κορονοϊό, είτε βαριά είτε ήπια, πρέπει να θεωρηθεί ζήτημα προτεραιότητας και μάλιστα σε βάθος χρόνου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ζιγιάντ-Αλ-Αλι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον και του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας του Συστήματος Υγείας Βετεράνων στο Σεντ Λούις, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ (British Medical Journal), ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 156.000 ανθρώπους με μέση ηλικία 63 ετών που είχαν διαγνωστεί θετικοί στον κορονοϊό και είτε είχαν νοσηλευθεί είτε όχι, καθώς επίσης για δύο ομάδες ελέγχου των 5,6 και 5,8 εκατομμυρίων ατόμων χωρίς Covid-19.
Η μελέτη συνέκρινε σε βάθος ενός έτους την ψυχική υγεία των τριών ομάδων και βρήκε ότι όσοι είχαν περάσει Covid-19, είχαν γενικά 60% μεγαλύτερο κίνδυνο να διαγνωστούν αργότερα με κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας ή να τους συνταγογραφηθεί κάποιο ψυχοφάρμακο. Για όσους ειδικότερα είχαν νοσηλευθεί λόγω κορονοϊού, ο κίνδυνος κατοπινών διαταραχών ψυχικής υγείας ήταν αυξημένος κατά 86%.
Οι άνθρωποι που είχαν αρρωστήσει από κορονοϊό, είχαν 35% μεγαλύτερη πιθανότητα να πάσχουν αργότερα από αγχώδεις διαταραχές, σχεδόν 40% μεγαλύτερη πιθανότητα εκδήλωσης κατάθλιψης και 55% να παίρνουν αντικαταθλιπτικά, καθώς επίσης 65% πιθανότερο να κάνουν χρήση βενζοδιαζεπινών για αντιμετώπιση του άγχους. Ακόμη ήταν 41% πιθανότερο να υποφέρουν από διαταραχές του ύπνου, 80% από νευρογνωστική εξασθένηση (απώλεια μνήμης, σύγχυση, δυσκολία συγκέντρωσης κ.α.) και 46% από σκέψεις αυτοκτονίας, ενώ είχαν 34% μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν διαταραχές λόγω κατάχρησης οπιοειδών και 20% μη οπιοειδών (π.χ. αλκοόλ).
Η Covid-19 σχετιζόταν με 24 περισσότερα άτομα ανά 1.000 με διαταραχές ύπνου, 15 ανά 1.000 με κατάθλιψη, 11 ανά 1.000 με νευρογνωστική εξασθένηση και 4 ανά 1.000 με κατάχρηση μη οπιοειδών ουσιών.
Ο κίνδυνος για την ψυχική υγεία ήταν μεγαλύτερος στους ανθρώπους που είχαν χρειαστεί εισαγωγή στο νοσοκομείο μετά την λοίμωξη από κορονοϊό, αλλά αφορούσε και όσους δεν είχαν νοσηλευθεί λόγω της Covid-19.
Επίσης τα προβλήματα ψυχικής υγείας ήσαν συχνότερα στους ανθρώπους με Covid-19 από ό,τι σε εκείνους που είχαν περάσει γρίπη, καθώς έγινε σύγκριση με μια ομάδα 72.707 ατόμων που είχαν περάσει γρίπη, από τους οποίους σχεδόν οι 12.000 είχαν νοσηλευθεί. Ο κίνδυνος ψυχικών προβλημάτων ήταν κατά 27% και 45% μεγαλύτερος για όσους είχαν περάσει ήπια και σοβαρή Covid-19 αντίστοιχα, σε σχέση με τους ασθενείς με γρίπη. «Αυτό ελπίζω να διαλύσει την αντίληψη ότι η Covid-19 είναι σαν τη γρίπη. Είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό», τόνισε ο δρ Αλ-‘Αλι.
Με δεδομένο ότι περισσότεροι από 416 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο έχουν πλέον διαγνωστεί με κορονοϊό, οι ερευνητές επεσήμαναν ότι «οι λοιμώξεις Covid-19 έχουν πιθανώς συμβάλει σε περισσότερες από 14,8 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις διαταραχών της ψυχικής υγείας παγκοσμίως». Ο Αλ-Αλι πρόσθεσε ότι «αυτοί οι υπολογισμοί δεν περιλαμβάνουν έναν ανυπολόγιστο αριθμό ανθρώπων, πιθανώς αρκετών εκατομμυρίων, οι οποίοι υποφέρουν σιωπηλά λόγω του στίγματος της ψυχικής υγείας ή της έλλειψης πόρων και υποστήριξης. Μάλιστα περιμένουμε ότι το πρόβλημα θα επιδεινωθεί, επειδή τα κρούσματα φαίνεται να αυξάνουν με το πέρασμα του χρόνου. Ειλικρινά, το εύρος αυτής της κρίσης ψυχικής υγείας είναι τρομερό και λυπηρό».
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ
φωτό: iStock