ΕΤΣΙ είναι η κατάθλιψη: Το ποίημα-ερμηνεία που συγκλονίζει όποιον το ακούει
Έχουν γραφτεί άπειρες σελίδες για την κατάθλιψη. Βιβλία επί βιβλίων, έρευνες και αναλύσεις, γνώμες και απόψεις, αμέτρητες ιστοσελίδες και άλλοι τόσοι “ειδικοί” και μη, μας βομβαρδίζουν καθημερινά με ορισμούς, συμπτώματα και τρόπους αντιμετώπισης.
Αλλά η κατάθλιψη είναι κάτι άυλο. Δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν μπορεί να χωρέσει σε επιστημονικά “κουτάκια” και δεν μπορεί να γιατρευτεί “απλά με ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο”.
Η κατάθλιψη είναι βίωμα. Είναι καθημερινή πάλη με μια δύναμη που ξεπερνάει κάθε αντίσταση του ατόμου-ασθενή. Η επιστήμη αναλύει μόνο αυτό που μπορεί να δει και να μετρήσει. Αλλά αυτό που μπορεί να νιώθει ένα άτομο με κατάθλιψη, περιγράφεται μόνο μέσω της Τέχνης.
Το συγκλονιστικό ποίημα-ερμηνεία της Sabrina Benaim
Μέσω της πλατφόρμας “Button Poetry” η Sabrina Benaim είχε δώσει πριν μερικά χρόνια μια μοναδική ερμηνεία με αντικείμενο την κατάθλιψη. Με τίτλο “Εξηγώντας την κατάθλιψή μου στην μητέρα μου”, η Sabrina καταφέρνει μέσα σε 3′:20” να περιγράψει αυτό, που η επιστήμη πολλές φορές δεν μπορεί.
Αν εσείς, ή κάποιος δικός σας άνθρωπος, έχει βιώσει την κατάθλιψη στην αληθινή της διάσταση, τότε δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με το ποίημα-ερμηνεία της Sabrina Benaim…
Εξηγώντας την κατάθλιψή μου στην μητέρα μου: μια συζήτηση
Μαμά, η κατάθλιψή μου αλλάζει μορφές.
Την μια μέρα είναι τόσο μικρή όσο μια πυγολαμπίδα στην παλάμη μιας αρκούδας,
την επόμενη μέρα είναι η ίδια η αρκούδα.
Αυτές τις μέρες κάνω την πεθαμένη μέχρι να με αφήσει η αρκούδα μόνη μου.
Λέω τις κακές μέρες, “Σκοτεινές Ημέρες”.
Η μαμά λέει: «Τότε προσπαθήστε να ανάψεις κεριά”.
Όταν βλέπω ένα κερί, βλέπω τη σάρκα μιας εκκλησίας, το τρεμοπαίξιμο μιας φλόγας, σπίθες μιας ανάμνησης νεότερης και από το μεσημέρι.
Στέκομαι δίπλα στο ανοικτό της φέρετρο.
Είναι η στιγμή που μαθαίνω ότι κάθε άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ θα πεθάνει κάποια μέρα.
Εξάλλου, μαμά, δεν φοβάμαι το σκοτάδι.
Ίσως, αυτό να είναι μέρος του προβλήματος.
Η μαμά λέει: “Νόμιζα ότι το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι”.
Δεν μπορώ.
Το άγχος με κρατάει όμηρο μέσα στο σπίτι μου, μέσα στο κεφάλι μου.
Η μαμά λέει: «Κι από πού ήρθε το άγχος;”
Το άγχος είναι ο ξάδελφος που με επισκέπτεται από μακριά και τον οποίο η κατάθλιψη αισθάνθηκε υποχρεωμένη να φέρει για παρέα.
Μαμά, εγώ είμαι σε αυτήν την παρέα.
Μόνο που είναι μια παρέα στην οποία δεν θέλω να είμαι.
Η μαμά λέει: “Γιατί δεν προσπαθείς να έχεις κανονικές παρέες και να βλέπεις τους φίλους σου;”
Σίγουρα, κάνω σχέδια. Κάνω σχέδια, αλλά τελικά δεν θέλω να πάω.
Κάνω σχέδια επειδή ξέρω ότι θα έπρεπε να θέλω να πάω. Ξέρω ότι μερικές φορές πράγματι θα ήθελα να πάω.
Δεν διασκεδαστικό να διασκεδάζεις όταν δεν θέλεις να διασκεδάσεις, μαμά.
Βλέπεις, μαμά, κάθε νύχτα η αϋπνία με παίρνει στην αγκαλιά της και με βυθίζει στο μικρό φως του φούρνου που έχουμε στην κουζίνα.
Η αϋπνία έχει αυτόν τον ρομαντικό τρόπο να κάνει το φεγγάρι να το νιώθω σαν την τέλεια παρέα.
Η μαμά λέει: “Τότε προσπαθήστε να μετράς πρόβατα για να κοιμηθείς”.
Αλλά το μοναδικό που μπορεί να μετρήσει το μυαλό μου είναι λόγους για να μείνει ξύπνιο.
Έτσι πηγαίνω περιπάτους. Αλλά τα τρεμάμενα γόνατά μου χτυπούν σαν ασημένια κουτάλια κρατημένα σε χέρια δυνατά αλλά με χαλαρούς καρπούς.
Τα ακούω στ’ αυτιά μου σαν αδέξιες καμπάνες εκκλησιών που μου θυμίζουν ότι υπνοβατώ πάνω σε έναν ωκεανό ευτυχίας στον οποίο δεν μπορώ να βαπτιστώ.
Η μαμά λέει: “Η ευτυχία είναι μια απόφαση”.
Αλλά η δική μου ευτυχία είναι τόσο κούφια όσο ένα κλούβιο αυγό.
Η χαρά μου είναι ένας υψηλός πυρετός που δεν υποχωρεί.
Η μαμά λέει ότι είμαι τόσο καλή στο να δημιουργώ κάτι από το τίποτα, αλλά στη συνέχεια με ρωτάει φόρα-παρτίδα αν φοβάμαι ότι θα πεθάνω.
Όχι. Φοβάμαι να ζήσω!
Μαμά, είμαι μόνη.
Νομίζω ότι έμαθα όταν έφυγε ο μπαμπάς, να μετατρέπω τον θυμό σε μοναξιά.
Την μοναξιά στο να είμαι πολυάσχολη.
Έτσι, όταν σας λέω, “Είμαι πολύ απασχολημένη τον τελευταίο καιρό”, εννοώ ότι κοιμάμαι βλέποντας τηλεόραση στον καναπέ, για να αποφύγω να αντιμετωπίσω την κενή πλευρά του κρεβατιού μου.
Αλλά η κατάθλιψή μου με τραβάει πάντα πίσω στο κρεβάτι μου.
Μέχρι που τα οστά μου να γίνουν τα ξεχασμένα απολιθώματα μιας σκελετωμένης βυθισμένης πόλης.
Μέχρι το στόμα μου να γίνει μια οστεώδης αυλή δοντιών που σπάει από την πίεση με την οποία το κλείνω.
Το κούφιο αμφιθέατρο του στήθους μου γεμίζει με την ηχώ ενός καρδιακού παλμού.
Αλλά είμαι μια ανέμελη τουρίστρια εγώ εδώ.
Ποτέ δεν θα μάθω σε ποια μέρη έχω πάει.
Η μαμά εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει.
Μαμά! Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι ΟΥΤΕ ΕΓΩ ΜΠΟΡΩ;