Γιατί και πότε να κάνω ψυχοθεραπεία;
Η απάντηση, για το άτομο που ήδη αναρωτιέται είναι απλή, μας εξηγεί ο κ. Γιώργος Παπαγεωργίου, BSc MSc (Health) University of Central Lancashire, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Σχεσιακής Ψυχανάλυσης – ΗΠΑ (IARPP -International Αssociation of Relational Psychoanalysis), διευθυντής και επόπτης επιστημονικού προσωπικού στην ΨΥΧΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ.
«Όταν κάποιος καταλήγει να αναρωτιέται αν χρειάζεται βοήθεια, τότε το πιθανότερο είναι να χρειάζεται πράγματι βοήθεια. Όταν κάποιος φτάνει να ζητήσει βοήθεια σε οποιοδήποτε επίπεδο, ναι είναι, είτε αδύναμος είτε απρόθυμος να λύσει το πρόβλημά του μόνος του. Παράλληλα όμως, το να ζητάει κάποιος βοήθεια είναι μια πράξη γενναιότητας. Χρειάζεται κουράγιο να αναγνωρίσει και να παραδεχθεί κανείς έως που φτάνουν οι ικανότητες ή η αντοχή του», συμπληρώνει ο κ. Παπαγεωργίου.
Το προφίλ του ατόμου που μπορεί να λάβει βοήθεια από την ψυχοθεραπεία
Ποιος χρειάζεται την ψυχοθεραπεία, όμως; Ας προσεγγίσουμε το θέμα αντίστροφα: Ποιος δεν χρειάζεται ψυχοθεραπεία; Ο ειδικός απαντά: «Εγώ λέω να μην κάνουν ψυχοθεραπεία όσοι μπορούν να αγαπούν, να εργάζονται και να χαίρονται τη ζωή τους. Οι υπόλοιποι ας κάνουν».
Ποιος να επισκεφθεί ψυχολόγο; «Αυτός που δεν μπορεί να απολαύσει τη ζωή του στις τρεις προηγούμενες βασικές παραμέτρους: όταν δηλαδή, δεν μπορεί να προσφέρει και να λάβει αγάπη, όταν παράγει μεν εργασία αλλά δεν την απολαμβάνει και όταν δεν μπορεί να αντλήσει απόλαυση από καμία πλευρά της ζωής του», τονίζει ο κ. Παπαγεωργίου.
Υπάρχει κατάλληλη στιγμή, όμως, για να ξεκινήσει κάποιος ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες; Υπάρχουν τρεις περιπτώσεις, υποστηρίζουν οι ειδικοί: Η πρώτη είναι, να αποφασίσει ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος για τον εαυτό του, η δεύτερη περίπτωση είναι να το διαπιστώσει ο κοινωνικός του περίγυρος ή η οικογένειά του και η τρίτη είναι να τον παραπέμψει ο ψυχίατρος που τον παρακολουθεί.
Ο Διευθυντής της Ψυχικής Φροντίδας, εξηγεί:
«Το πιο “εύκολο” σενάριο είναι το πρώτο και το τρίτο, δηλαδή να είναι αποφασισμένος ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος να ξεκινήσει συνεδρίες, ή να τον παραπέμψει ένας γιατρός που τον παρακολουθεί και ο οποίος ενδεχομένως χειρίζεται την φαρμακευτική αγωγή του. Η δεύτερη περίπτωση είναι η πιο δύσκολη, όταν δηλαδή άλλοι σημαντικοί άνθρωποι (π.χ. γονείς, σύζυγος, παιδιά, ή φίλος-η) επισημαίνουν στον άνθρωπο που αντιμετωπίζει δυσκολίες ότι “πρέπει” να επισκεφθεί ψυχολόγο. Αν υπάρχει καλή σχέση μεταξύ τους υπάρχουν πιθανότητες. Αν όμως δεν υπάρχει -καθώς το άτομο μπορεί να έχει προβλήματα επικοινωνίας (π.χ. ναρκισσιστής ή ψυχωτικός)- το πιθανότερο είναι να μην εμπιστευθεί τη συμβουλή άλλων ανθρώπων. Όσοι δεν εμπιστεύονται τους άλλους ή θέλουν να παιδεύουν τους άλλους, δεν δέχονται αυτό το “πρέπει”. Κι όμως, στον ψυχολόγο πρέπει να πάει κάποιος εάν του το συστήνουν οι κοντινοί του άνθρωποι».
Μπορεί να αλλάξει τη ζωή μου η ψυχοθεραπεία;
Στο ερώτημα, εάν η ψυχοθεραπεία μπορεί να αλλάξει τη ζωή κάποιου, που έχει ανάγκη να κάνει μικρές ή μεγάλες αλλαγές, η απάντηση είναι: Ναι! Αρκεί η θεραπεία να είναι επιτυχημένη στην έκβασή της κι αυτό είναι δύσκολο, διότι πολλοί πηγαίνουν για ψυχοθεραπεία απλώς για να πουν ότι το έκαναν κι αυτό, κι όχι διότι εννοούν να παλέψουν για αλλαγές στη ζωή τους, τονίζει ο κ. Γιώργος Παπαγεωργίου και εξηγεί:
«Η θεραπεία είναι επιτυχημένη, αν ο θεραπευτής είναι έμπειρος, έντιμος κι ειλικρινής -γεγονός που δεν είναι πάντα εγγυημένο- κι αν ο θεραπευόμενος την επιτρέψει να συμβεί! Η ψυχοθεραπεία συχνά γίνεται ένα παιχνίδι κρυφών προθέσεων, κι από τις δύο μεριές. Εάν τώρα θεωρήσουμε ως δεδομένο πως ο θεραπευτής είναι έντιμος και επαρκής, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε και την ψυχική διάθεση του θεραπευόμενου:
Δυστυχώς συμβαίνει τακτικά μέσα στην ψυχοθεραπεία, ενώ κάποιος θεραπευόμενος νομίζει πως προσπαθεί, να καταλήγουμε ύστερα από κόπο στο συμπέρασμα ότι τελικά μέσα του δεν ήταν αποφασισμένος να αλλάξει. Πάρα πολύ συχνά συμβαίνει κι αυτό», συμπληρώνει ο κ. Παπαγεωργίου.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά σχεδόν σε όλα τα προβλήματα ψυχικής υγείας (αγχώδεις διαταραχές, απώλεια, πένθος, φοβίες, εμμονές, μετατραυματικό στρες, ψυχογενείς διατροφικές διαταραχές κ.α.), εκτός από τη σχιζοφρένεια και τις ψυχώσεις, στις οποίες επιβάλλεται παρακολούθηση και από ψυχίατρο.
Ο κ. Γιώργος Παπαγεωργίου συμπληρώνει:
«Πολλές φορές δεν υπάρχει “πρόβλημα” με την έννοια της παθολογίας, αλλά αυτός που επισκέπτεται ψυχολόγο απλώς προσπαθεί, θέλει να μάθει να ζει καλύτερα ή προσπαθεί να καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα κάποια -ακόμη και απλά- θέματα που τον ταλαιπωρούν».
Τι συμβαίνει όταν κάποιος αρνείται ότι χρειάζεται ψυχοθεραπεία;
Είναι πολύ συνηθισμένο, οι άνθρωποι που χρειάζονται πραγματικά βοήθεια από κάποιον ψυχολόγο, να δυσκολεύονται να παραδεχθούν αυτή την ανάγκη, ή να μοιραστούν τις αρνητικές σκέψεις τους, από φόβο να μην χαρακτηριστούν αρνητικά. Όπως αναφέρει ο ειδικός, αυτό έχει δύο διαστάσεις: η μία είναι κοινωνική και η άλλη προσωπική: «Μπορεί να συμβεί ακόμη και στις μέρες μας -και ειδικά στη χώρα μας όπου δεν υπάρχει ακόμη απόλυτη εξοικείωση με την ψυχοθεραπεία, όπως π.χ. στην Αμερική- ο ενδιαφερόμενος να υποκύπτει στο στερεότυπο, ότι ο κοινωνικός του περίγυρος θα τον χαρακτηρίσει “τρελό” αν υποψιαστεί ότι έχει πρόβλημα», εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου.
Συμπληρώνει, επίσης, ότι ο ίδιος μηχανισμός λειτουργεί και σε προσωπικό επίπεδο:
«Πολλοί υποκρίνονται πως είναι ψυχικά δυνατοί και δυσκολεύονται να παραδεχθούν ακόμη και στον εαυτό τους, ότι χρειάζονται βοήθεια. Από την άλλη, υπάρχουν και οι άνθρωποι που αισθάνονται απόλυτα ηττημένοι απέναντι σε αυτόν με τον οποίο έχουν “ψυχική αντιπαλότητα”. Για παράδειγμα, φανταστείτε μια γυναίκα που έχει πάρει πρόσφατα διαζύγιο…Εάν μετά το χωρισμό καταφύγει σε ψυχολόγο, είναι πολύ πιθανόν μετά από κάποιες συνεδρίες να αρχίσει να παραδέχεται, ότι ο άνδρας που την εγκατέλειψε, την διέλυσε, την νίκησε», καταλήγει ο ειδικός.
Μία άλλη συνηθισμένη πρακτική των ανθρώπων που είναι, είτε αδύναμοι, είτε απρόθυμοι να παραδεχθούν ότι χρειάζονται βοήθεια, είναι ότι συνηθίζουν να προβάλλουν τα προβλήματά τους σε άλλους ανθρώπους. Είναι εκείνοι που για όλα πάντα “φταίνε οι άλλοι”, οι συνθήκες ή η κακή τύχη, αλλά σχεδόν ποτέ αυτοί! Βέβαια υπάρχει και το αντίστροφο, σύμφωνα με τον κ. Παπαγεωργίου: «Κάποιοι ξεκινούν ψυχοθεραπεία, πολλές φορές γιατί θέλουν να φτιάξουν ή να θεραπεύσουν όχι τον εαυτό τους αλλά άλλους ανθρώπους τριγύρω τους, που είναι αδύναμοι και θέλουν να τους βοηθήσουν».
«Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να αρχίσεις να εμπιστεύεσαι», λέει ο Διευθυντής της Ψυχικής Φροντίδας και συμπληρώνει ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του έχουν διαπιστώσει ότι κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν πιο εύκολα την έναρξη συνεδριών, όταν αυτές διεξάγονται στον προσωπικό τους χώρο και όχι στο γραφείο του ειδικού: «’Έχουμε δει στην πράξη με τους συνεργάτες μου, ότι κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν ευκολότερα και δεσμεύονται καλύτερα στη θεραπεία τους με εμάς, επειδή τους παρέχουμε τη δυνατότητα να παραμένουν στο γνώριμο περιβάλλον του σπιτιού τους, το οποίο τους δίνει μεγαλύτερη ασφάλεια», καταλήγει.