Η έλλειψη ύπνου βλάπτει σοβαρά την ευτυχία, λένε οι ειδικοί
Η έλλειψη ύπνου δεν μας κάνει απλώς να νιώθουμε κουρασμένοι το πρωί, ούτε υπονομεύει μόνο την σωματική υγεία μακροπρόθεσμα. Πλήττει και την συναισθηματική λειτουργία μας, προκαλώντας κακοδιαθεσία, άγχος και μειώνοντας το αίσθημα της ευτυχίας, προειδοποιούν επιστήμονες από τις ΗΠΑ.
Η σχετική μελέτη βασίσθηκε στη συνδυασμένη ανάλυση 154 προγενέστερων, που διεξήχθησαν τα τελευταία 50 χρόνια. Σε όλες αυτές τις μελέτες οι ερευνητές προκαλούσαν έλλειψη ύπνου στους συμμετέχοντες.
Σε άλλες τους κρατούσαν ξύπνιους για μία ή δύο νύχτες. Σε άλλες τους εμπόδιζαν να κοιμηθούν για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα. Υπήρχαν κι αυτές στις οποίες μπορούσαν να κοιμηθούν, αλλά για λιγότερες ώρες από τις συνηθισμένες τους. Και σε μερικές, τους άφηναν να κοιμηθούν όσο ήθελαν, αλλά τους ξυπνούσαν κατά διαστήματα στη μέση της νύχτας.
Σε όλες τις μελέτες οι επιστήμονες αξιολογούσαν τουλάχιστον μία παράμετρο της συναισθηματικής κατάστασης των συμμετεχόντων. Η αξιολόγηση γινόταν πριν ή μετά την έλλειψη ύπνου. Παράμετροι που αξιολογήθηκαν ήταν, ενδεικτικά:
- Η αυτοαναφερόμενη ψυχική διάθεση
- Η αντίδραση σε συναισθηματικά ερεθίσματα
- Τα συμπτώματα άγχους
- Διάφοροι δείκτες κατάθλιψης
Τα ευρήματα
Η νέα ανάλυση δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση Psychological Bulletin, την οποία εκδίδει η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (APA). Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, όποια μορφή κι αν έχει η έλλειψη ύπνου, βλάπτει σοβαρά τα θετικά συναισθήματα όπως:
- Η χαρά
- Η ικανοποίηση
- Η ευτυχία
Ταυτοχρόνως αυξάνει τα συμπτώματα που είναι ενδεικτικά του έντονου άγχους, όπως:
- Η ταχυπαλμία
- Η αυξημένη ανησυχία
Μάλιστα οι συνέπειες αυτές παρατηρήθηκαν ακόμα και μετά από βραχείες περιόδους με έλλειψη ύπνου, όπως το να κοιμηθεί κανείς 1-2 ώρες πιο αργά ή να σηκωθεί 1-2 ώρες πιο νωρίς από το συνηθισμένο.
Τα ευρήματα της μελέτης για τις εκδηλώσεις της κατάθλιψης δεν ήταν ισχυρά. Το ίδιο ίσχυε για τα αρνητικά συναισθήματα όπως η θλίψη, το στρες και η ανησυχία.
«Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η έλλειψη ύπνου είναι συνηθισμένο φαινόμενο, η λεπτομερής καταγραφή των επιπτώσεών της έχει κρίσιμη σημασία για την προάσπιση της ψυχολογικής υγείας», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Cara Palmer, PhD, από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Μοντάνα. «Η μελέτη αυτή αποτελεί έως στιγμής την πιο ολοκληρωμένη ανάλυση των υπαρχόντων δεδομένων».
Ωστόσο, ένας περιορισμός της νέας ανάλυσης είναι η μικρή ηλικία των συμμετεχόντων. Η μέση ηλικία τους ήταν τα 23 έτη, επομένως πρέπει να διερευνηθούν οι αντίστοιχες επιπτώσεις και στις μεγαλύτερες ηλικίες, λένε οι ερευνητές.
Φωτογραφία: iStock