Σε αντίθεση με τις μέχρι τώρα μελέτες που περιορίζονταν στα άμεσα οφέλη της επαφής με τη φύση, η νέα έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο διεθνές περιοδικό για θέματα περιβάλλοντος και δημόσιας υγείας «International Journal of Environment Research and Public Health», είναι η πρώτη που επιχείρησε να συσχετίσει αυτήν την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον με την ψυχική ισορροπία κατά την ενήλικη ζωή.
«Οι συμμετέχοντες στην έρευνα που εκτέθηκαν λιγότερο σε φυσικά περιβάλλοντα ως παιδιά θεωρούν αυτούς τους χώρους λιγότερο σημαντικούς στην ενηλικίωση», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Μίριαμ Πρέου της Σχολής Υγείας του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «PHENOTYPE» με δεδομένα από περίπου 3.600 ενήλικες από τη Βαρκελώνη (Ισπανία), το Ντέτινχεμ (Ολλανδία), το Κάουνας (Λιθουανία) και το Στόουκ – ον – Τρεντ (Ηνωμένο Βασίλειο).
Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν για το επίπεδο της επαφής τους -είτε σκόπιμης είτε άσκοπης- με τη φύση στην παιδική ηλικία και για την τωρινή επαφή τους, την ικανοποίησή τους, αλλά και το πόσο σημαντικούς θεωρούν αυτούς τους χώρους. Επιπλέον, μετρήθηκαν τα επίπεδα ζωτικότητας, νευρικότητας και κατάθλιψης του τελευταίου μήνα.
Οι επιδόσεις στις μετρήσεις ψυχικής υγείας, όπως και το επίπεδο σημαντικότητας που αποδίδεται στο φυσικό περιβάλλον, διαπιστώθηκε ότι είναι υψηλότερα στα άτομα, τα οποία σε μικρή ηλικία είχαν άμεση αλληλεπίδραση με χώρους πρασίνου και γενικότερα με τη φύση. Η συσχέτιση όμως δεν επιβεβαιώθηκε για τις μετρήσεις ζωτικότητας και ικανοποίησης.
Σήμερα, το 73% του πληθυσμου της Ευρώπης ζει σε αστικές περιοχές, ποσοστό που αναμένεται να φτάσει το 80% το 2050. Αυτά τα νούμερα αναδεικνύουν την ανάγκη δημιουργίας προστατευμένων υπαίθριων χώρων, ώστε τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με τη φύση σε ασφαλές πλαίσιο. Οι ερευνητές έκαναν έκκληση να συμβεί κάτι ανάλογο και μέσω της εκπαίδευσης στο σχολείο, ώστε τα παιδιά να μάθουν από μικρά να εκτιμούν τη φύση και να απολαμβάνουν τα οφέλη της.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ