Στα άτομα άνω των 70 ετών η κατάθλιψη έχει χειρότερη πρόγνωση σε σχέση με τα άτομα 18 έως 29 ετών. Οι ηλικιωμένοι με κατάθλιψη είναι πιθανότερο να νιώθουν μοναξιά, να μην έχουν κοινωνική υποστήριξη, να έχουν άλλες χρόνιες ασθένειες, να παθαίνουν περισσότερα καταθλιπτικά επεισόδια και να χρησιμοποιούν πιο πολλά αντικαταθλιπτικά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Ροξάν Σάακς του Ιατρικού Κέντρου του Ελεύθερου Πανεπιστημίου (VU) του Άμσντερνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχιατρικής «The Lancet Psychiatry«, μελέτησαν και συνέκριναν στοιχεία για 1.042 ανθρώπους ηλικίας 18 έως 88 ετών που έπασχαν από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Η μελέτη παρακολούθησε επί δύο έτη πώς εξελίχθηκε η κατάθλιψη στις διάφορες ηλικιακές ομάδες. Διαπιστώθηκε ότι η κατάθλιψη χειροτερεύει όσο περνάει ο χρόνος, με συνέπεια να είναι πιο επώδυνη για τους ηλικιωμένους.
Οι άνω των 70 ετών ασθενείς είχαν διπλάσια έως τριπλάσια πιθανότητα, σε σχέση με τους ασθενείς 18-29 ετών, να συνεχίσουν να έχουν διάγνωση σοβαρής κατάθλιψη και χρόνια συμπτώματα μετά την παρέλευση μιας διετίας. Επίσης χρειάζονται περισσότερο χρόνο εωσότου επιτευχθεί ύφεση των συμπτωμάτων τους, ενώ εμφανίζουν μικρότερη βελτίωση στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων τους σε σχέση με τους νέους.
Σχεδόν ένας στους πέντε ενήλικες αναμένεται ότι θα έχει κάποιο επεισόδιο σοβαρής κατάθλιψης κάποια στιγμή στη ζωή του και η εξέλιξή του συνήθως είναι χειρότερη στους μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους σε σχέση με τους νεότερους.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι υπάρχει μια αυξανόμενη ανάγκη για θεραπεία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής με τρόπο προσαρμοσμένο στην ηλικία των ασθενών. Σήμερα οι γηραιότεροι συχνά αντιμετωπίζονται με παρόμοιο τρόπο με τους νεότερους ασθενείς. Όμως πιστεύουμε ότι οι ηλικιωμένοι μπορεί να έχουν ανάγκη από μια διαφορετική θεραπεία, επειδή η σοβαρή κατάθλιψη σε αυτή τη φάση της ζωής φαίνεται να είναι πολύ πιο επίμονη από ό,τι σε άλλες φάσεις», δήλωσε η δρ Σάακς.
Ένας παράγων που δυσκολεύει την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους είναι η έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών τους, που μειώνει την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ