Στην έρευνα που δημοσιεύθηκε σχετικά με την κατάθλιψη και την εμμηνόπαυση στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA- Ψυχιατρική, συμμετείχε διεθνής ομάδα ερευνητών, με επικεφαλής την Ελένη Πετρίδου, καθηγήτρια Προληπτικής Ιατρικής και Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με την Αλκηστι Σκαλκίδου, αν.καθηγήτρια Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας στη Σουηδία και τη Στέλλα Δασκαλοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά.
Σύμφωνα με τη δημοσίευση, η κατάθλιψη προσβάλει έναν στους δέκα ηλικιωμένους και οι γυναίκες θεωρούνται περισσότερο ευπαθείς ανάμεσα στα δυο φύλα. Στο διάστημα της αναπαραγωγικής ζωής, ο οργανισμός της γυναίκας παράγει υψηλά επίπεδα οιστρογόνων, τα οποία μειώνονται απότομα με την εμμηνόπαυση. Τόσο η ηλικία εμμηνόπαυσης, όσο και η διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, δηλαδή η περίοδος από την εμμηναρχή μέχρι την εμμηνόπαυση, δείχνουν πόσα χρόνια στη διάρκεια της ζωής της βρίσκεται μια γυναίκα κάτω από την επίδραση των ενδογενών αυτών ορμονών. Ειδικότερα, η μελέτη έδειξε ότι η μεγάλη ηλικία εμμηνόπαυσης και η μεγαλύτερη διάρκεια της αναπραγωγικής περιόδου, σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο κατάθλιψης στην Τρίτη Ηλικία.
«Έρευνες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι τα οιστρογόνα έχουν αντικαταθλιπτική δράση στον εγκέφαλο. Ωστόσο η χρήση εξωγενών οιστρογόνων για τη θεραπεία της κατάθλιψης στις γυναίκες δεν φαίνεται να έχει επιτυχή αποτελέσματα, σύμφωνα με κλινικές δοκιμές. Στη μελέτη μας χρησιμοποιήσαμε την ηλικία εμμηνόπαυσης και τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, ως δείκτες έκθεσης σε ενδογενή οιστρογόνα με στόχο να διερευνήσουμε αν η ενδογενής παραγωγή των ορμονών του φύλου έχει σημασία για την εκδήλωση της μετεμμηνοπαυσιακής κατάθλιψης», δηλώνει η καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Ελένη Πετρίδου.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές συνέθεσαν δεδομένα από τη δημοσιευμένη βιλιογραφία σε παγκόσμιο επίπεδο ακολουθώντας τη μεθοδολογία της μετα-ανάλυσης. Τα ευρήματα που προκύπτουν από τη σύνθεση 14 μελετών και περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερες από 67.000 γυναίκες δείχνουν ότι η αύξηση κατά 2 χρόνια τόσο της ηλικίας εμμηνόπαυσης όσο και της διάρκειας της αναπαραγωγικήςπεριόδου σχετίζεται με μείωση του κινδύνου εμφάνισης κατάθλιψης κατά 2%.
Όπως εξηγεί ο Μάριος Γεωργάκης, πρώτος συγγραφέας της μελέτης, αριστούχος απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και υποψήφιος διδάκτορας«με μια πρώτη ματιά ο βαθμός της προστατευτικής επίδρασης φαίνεται μηδαμινός. Αν όμως αναλογιστεί κανείς ότι η ηλικίαεμμηνόπαυσης και η αναπαραγωγική περίοδος μπορεί να ποικίλειαπό γυναίκα σε γυναίκα έως και 20 χρόνια, τότε η προστατευική δράση είναι ευμεγέθης. Μάλιστα, σε γυναίκες με πολύ πρόωρη εμμηνόπαυση (<40 ετών), ο κίνδυνος ήταν ακόμη μεγαλύτερος καθώς υπολογίστηκε διπλάσιος».
«Η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους μπορεί να θεωρηθεί ως διαφορετική νοσολογική οντότητα συγκριτικά με εκείνη που παρουσιάζεται στις νεότερες ηλικίες, καθώς παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στην αιτιολογία και την αντιμετώπιση με τα διαθέσιμα αντικταθλιπτικά φάρμακα. Η δυνατότητα εφαρμογήςπροληπτικών παρεμβάσεων φαίνεται επίσης ελκυστική και πιθανότατα εφαρμόσιμη», λέει η Στέλλα Δασκαλοπούλου από τον Καναδά. Πράγματι, σύμφωνα με τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης, υποκλινικές μορφές κατάθλιψης μπορούν να αναγνωριστούν έγκαιρα αν οι γυναίκες με πρώιμη εμμηνόπαυση έχουν συστηματική παρακολούθηση της ψυχικής τους υγείας ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα πρωιμότερης και περισσότερο αποτελεσματικής παρέμβασης.
Η μελέτη αναθερμαίνει το ερευνητικό ενδιαφέρον αναφορικά με τις θεραπείες ορμονικής υποκατάστασης κατά την μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο. «Σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες, η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση σχετιζόταν με σοβαρές παρενέργειες, οι οποίες και περιορίζουν τη χρήση της. Νεότερα όμως δεδομένα υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια κρίσιμη περίοδος αμέσως μετά την εμμηνόπαυση, κατά την οποία αν η γυναίκα ξεκινήσει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, πιθανώς να έχει την ευεργετική δράση για αποφυγή εκδήλωσης κατάθλιψης. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα αποτελέσματα της δημοσίευσης αναφέρονται στη δράση ενδογενών οιστρογόνων, τα οποία παρουσιάζουν διαφορές σε σχέση με τα εξωγενώς χορηγούμενα», σημειώνει η ‘Αλκηστις Σκαλκίδου από τη Σουηδία.
Η ερευνητική ομάδα καταλήγει ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα ώστε να διερευνηθούν σε βάθος οι επιδράσεις των ορμονών του φύλου στον εγκέφαλο και την ψυχική υγεία γενικότερα. Ακόμη και αν η αντικαταθλιπτική δράση των οιστρογόνων θεωρηθεί τεκμηριωμένη, υπολείπεται η επιστημονική γνώση για σύσταση ασφαλών θεραπειών βασισμένων σε οιστρογόνα για την πρόληψη της μετεμμηνοπαυσιακής κατάθλιψης.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ