Όπως διαπίστωσαν, η θνησιμότητα μεταξύ όσων έπασχαν από κατάθλιψη ήταν αυξημένη, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ψυχική διαταραχή υπονόμευσε την υγεία τους και αύξησε τις πιθανότητες πρόωρου θανάτου.
Στη νέα μελέτη συμπεριλήφθησαν συνολικώς 3.410 άνδρες και γυναίκες από τον Καναδά, οι οποίοι δήλωσαν συμμετοχή σε αυτήν σε τρία κύματα: το 1952, το 1970 και το 1992.
Σε κάθε κύμα, το περίπου 6% των συμμετεχόντων έπασχαν από κατάθλιψη, λένε οι ερευνητές από το αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Υγείας του Παιδιού & Ανθρώπινης Ανάπτυξης (NICHHD).
Και στα τρία κύματα, οι άνδρες με κατάθλιψη είχαν μειωμένο προσδόκιμο επιβιώσεως. Για παράδειγμα, ένας 25άρης που είχε κατάθλιψη το 1952 μπορούσε να αναμένει ότι θα ζήσει κατά μέσον όρο άλλα 39 χρόνια. Ωστόσο ένας συνομήλικός του χωρίς κατάθλιψη, μπορούσε να αναμένει ότι θα ζήσει άλλα 51 χρόνια.
Επιπλέον, οι άνδρες που εκδήλωναν κατάθλιψη σε οποιαδήποτε ηλικία, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο θανάτου τα επόμενα χρόνια, σε σύγκριση με όσους δεν παρουσίασαν το συγκεκριμένο πρόβλημα ψυχικής υγείας.
Στις γυναίκες, η κατάθλιψη φάνηκε να έχει επιπτώσεις στο προσδόκιμο επιβίωσης μόνο μετά το 1990. Έτσι, όσες εθελόντριες είχαν κατάθλιψη τη δεκαετία του ‘90, είχαν κατά 51% περισσότερες πιθανότητες να έχουν χάσει τη ζωή τους έως το 2011, σε σύγκριση με τις εθελόντριες δίχως κατάθλιψη.
Γιατί ήταν η κατάθλιψη λιγότερο επιβλαβής για τις γυναίκες έως τη δεκαετία του ’90; Ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα, δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. Stephen Gilman.
«Μπορεί να έπαιξαν ρόλο οι κοινωνικές αλλαγές που είδαν τις γυναίκες να πασχίζουν για να ισορροπήσουν τη δουλειά με την οικογένεια και τις δουλειές στο σπίτι ή να δημιουργούν μονογονεϊκές οικογένειες, επιφορτιζόμενες με όλες τις ευθύνες που απορρέουν από αυτές», είπε.
Μία άλλη πιθανότητα είναι να αναπτύσσουν πλέον οι γυναίκες πιο σοβαρή κατάθλιψη απ’ ό,τι κατά το παρελθόν, αλλά και πάλι αυτό εικασία είναι, πρόσθεσε
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η κατάθλιψη εμποδίζει τη διατήρηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και αυξάνει την επηρρέπεια στο κάπνισμα και στην κατανάλωση αλκοόλ. Μπορεί επίσης να μειώσει την ικανότητα αντιμετώπισης τυχόν χρόνιων προβλημάτων υγείας.
Προγενέστερες μελέτες την έχουν επίσης συσχετίσει με αυξημένο κίνδυνο εκδηλώσεως διαφόρων σωματικών νοσημάτων, όπως η καρδιοπάθεια και το εγκεφαλικό επεισόδιο, κατά τον Dr. Gilman.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην «Επιθεώρηση της Καναδικής Ιατρικής Εταιρείας» (CMAJ).